Η ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό της έναρξης ερευνών για υδρογονάνθρακες σηματοδοτεί στην κυριολεξία μία νέα πορεία για τη χώρα η οποία θα έπρεπε να έχει ξεκινήσει εδώ και 15 τουλάχιστον χρόνια.
Από τότε δηλαδή που άλλες χώρες της περιοχής, όπως η Κύπρος, το Ισραήλ και η Αίγυπτος δρομολογούσαν το ενεργειακό τους πρόγραμμα αλλά εδώ βρισκόμασταν στον αστερισμό του «δεν υπάρχουν πετρέλαια στην Ελλάδα» του αλήστου μνήμης Γιώργου Παπανδρέου.
Όταν στη συνέχεια άρχισαν η μία μετά την άλλη οι ανακαλύψεις κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο κάποια εκ των οποίων γιγαντιαία, όπως το αιγυπτιακό Zohr, και οι γεωλογικοί σχηματισμοί στον ελληνικό βυθό παρέπεμπαν σε ανάλογες πιθανότητες για την ύπαρξη ελληνικών κοιτασμάτων, άρα το «δεν έχουμε κοιτάσματα» δεν έστεκε και πολύ, βρήκαμε νέα δικαιολογία. Περάσαμε στη φάση της πράσινης πρεμούρας, οπότε και να είχαμε κοιτάσματα τώρα δεν τα θέλαμε γιατί αποφασίσαμε να «πρασινίσουμε» με συνοπτικές διαδικασίες.
Οι υπόλοιποι της περιοχής που σχεδίαζαν μεν την πράσινη μετάβαση αλλά έδωσαν προτεραιότητα στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου καλύπτοντας τις ανάγκες τους και καθιστάμενοι εξαγωγείς αυξάνοντας παράλληλα το ΑΕΠ τους, ήταν ανόητοι…
Και μετά ήρθε η ενεργειακή κρίση. Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και με την αναταραχή που έφερε η πανδημία, όπου από τις αρνητικές τιμές πετρελαίου λόγω lockdown και μείωσης της κατανάλωσης, περάσαμε, με την επανεκκίνηση της οικονομίας, στην εκτόξευση των τιμών λόγω της διατάραξης που υπήρξε στην εφοδιαστική αλυσίδα και της διακοπής ερευνών και γεωτρήσεων, η αξιοποίηση των κοιτασμάτων πάλι δεν εξετάστηκε.
Τελικά χρειάστηκε ένας πόλεμος και η απόφαση για την απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο για να ληφθεί μία αυτονόητη πρωτοβουλία. Έστω κι έτσι η Ελλάδα παίρνει με καθυστέρηση τον δρόμο για να γίνει και παραγωγός υδρογονανθράκων, πέραν από διαμετακομιστικό κέντρο και ενεργειακός κόμβος διανομής.
Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι το τελευταίο διάστημα ήταν και η ίδια η ΕΕ η οποία με έναν άστοχο και εκτός πραγματικότητας σχεδιασμό για άρον άρον μετάβαση στην πράσινη ενέργεια πίεζε για εγκατάλειψη των ερευνών για υδρογονάνθρακες, δεν στήριζε πολιτικά και οι τράπεζες δεν χρηματοδοτούσαν νέες έρευνες. Οπότε το βάρος δινόταν σε ήδη υπάρχουσες γεωτρήσεις ή ώριμες έρευνες. Ακόμα μία υπόμνηση των επιπτώσεων από την υπερ-δεκαπενταετή ελληνική κωλυσιεργία. Η εισβολή των Ρώσων άλλαξε όλα αυτά και προσγείωσε στη σκληρή πραγματικότητα τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και το πράσινο λόμπι, αλλά με τη ζημιά για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να έχει ήδη γίνει.
Οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα έρχονται να συμπληρώσουν τον υπόλοιπο ενεργειακό σχεδιασμό, τους αγωγούς φυσικού αερίου ΤΑΡ και IGB, τις δεξαμενές LNG, τα καλώδια ηλεκτρικής διασύνδεσης με Αίγυπτο και Κύπρο-Ισραήλ, τη ανάπτυξη των ΑΠΕ, προσδίδοντας άλλη προοπτική γεωπολιτικής και οικονομικής αναβάθμισης της χώρας. Αν, δε, υλοποιηθεί και ο αγωγός EastMed η στρατηγική ενίσχυση της Ελλάδας θα είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Οι εκτιμήσεις προσδιορίζουν την αξία των κοιτασμάτων σε περίπου 250 δις ευρώ, αλλά εικάζεται βάσιμα ότι μπορεί να είμαι ίσως και 50% περισσότερο.
Το ΙΕΝΕ (Ινστιτούτο Ενέργειας Νοτιοανατολικής Ευρώπης) αναφέρει χαρακτηριστικά: “Υπάρχουν σοβαρότατες ενδείξεις για ύπαρξη γεωλογικών δομών, ικανών να περιέχουν σημαντικότατες ποσότητες – κυρίως φυσικού αερίου, οι οποίες, στην περίπτωση που επιβεβαιωθούν από γεωτρήσεις, θα μπορούσαν να καλύψουν ένα σοβαρό ποσοστό ή και πλήρως τις ανάγκες μας, όσο και να λειτουργήσουν ως μοχλός συγκράτησης επερχόμενων αυξήσεων τιμών, με πολλαπλές θετικές συνέπειες για τη χώρα μας (γεωστρατηγικές)”.
Και προσθέτει: “Στις θαλάσσιες περιοχές όπου έχουν διεξαχθεί αναγνωριστικές σεισμικές έρευνες, έχουν ήδη προδιαγραφεί πάνω από 30 πιθανοί ερευνητικοί στόχοι, οι οποίοι, με συμπληρωματικές έρευνες θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε στόχους ερευνητικών γεωτρήσεων για ανακάλυψη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Αν λάβουμε υπόψη ότι θα είναι επιτυχημένο το 1/4 των γεωτρήσεων στις γεωλογικές δομές που έχουν εντοπιστεί στις θαλάσσιες περιοχές του Ιονίου και νοτίως και δυτικώς της Κρήτης, τότε οι δομές αυτές θα μπορούσαν να φιλοξενούν δυνητικά αποθέματα της τάξης των 70-90 τρισ. κυβικών ποδιών αερίου, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΔΕΥ20, ικανών να καλύψουν το 15%-20% των καταναλώσεων της ΕΕ.”
Καταλαβαίνει κάποιος ότι από το «δεν υπάρχουν υδρογονάνθρακες στην Ελλάδα» στην προοπτική να καλύπτουμε ακόμα και το 20% των αναγκών της Ευρώπης σε φυσικό αέριο, υπάρχει ένα τεράστιο κενό το οποίο θα πρέπει να συμπληρωθεί με μία εξήγηση: Βαθιά άγνοια ή εγκληματική σκοπιμότητα; Ο καθένας ας επιλέξει.
Σε κάθε περίπτωση η απόφαση της κυβέρνησης να ξεκινήσουν οι έρευνες είναι απολύτως θετική και ως τέτοια πρέπει να επικροτηθεί. Ας ελπίσουμε ότι η συνέχεια θα είναι αντίστοιχη των προσδοκιών και κυρίως των αναγκών που δημιουργεί η συγκυρία.