Με ταχύτατους ρυθμούς προχωράει η ακροαματική διαδικασία στη δίκη για τη στυγερή δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν Κράουτς από τον σύζυγό της, Μπάμπη Αναγνωστόπουλο.
Νωρίς το απόγευμα, η δίκη διεκόπη και θα συνεχιστεί την Πέμπτη, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι έχουν καταθέσει ήδη σχεδόν οι μισοί μάρτυρες.
Το δικαστήριο σήμερα εξέτασε τους τρεις αστυνομικούς που έφτασαν πρώτοι στον τόπο του εγκλήματος, τη γειτόνισσα και φίλη της και μία συμφοιτήτριά της. Εντύπωση προκάλεσε ότι ο ίδιος ο κατηγορούμενος επέλεξε να κάνει ερωτήσεις σε τρεις από τους μάρτυρες.
Τι είπαν οι αστυνομικοί
Ο πρώτος μάρτυρας χαρακτήρισε περίεργη τη συμπεριφορά του 34χρονου, ο οποίος αρχικά έμοιαζε σοκαρισμένος, ωστόσο αργότερα υποστήριξε πως έμοιαζε να παίζει θέατρο.
“Ήταν λίγο περίεργο. Είπαμε ότι ήταν πολύ σοκαρισμένος ή πολύ ψύχραιμος. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια αντίδραση. Μου έκανε εντύπωση η ψυχραιμία του ή η έλλειψη αντίληψης κατάστασης. Θεωρήσαμε ότι είναι σε σοκ και δεν ήθελε να πάρει το παιδί αγκαλιά” ανέφερε ο πρώτος μάρτυρας, ο οποίος τόνισε ότι όταν λύθηκε ο κατηγορούμενος έκατσε πάνω στο κρεβάτι και άρχισε να ακουμπάει τη γυναίκα. Την κουνούσε και ρωτούσε αγάπη μου είσαι καλά;“.
Στο ίδιο μήκος κύματος και η κατάθεση του δεύτερου αστυνομικού. “Η αντίδραση του κατηγορουμένου όταν του είπε ο άλλος αστυνομικός «άστο τελείωσε» για τη γυναίκα του, ήταν σα να μη κατάλαβε τι έχει γίνει. Μας είπε κάποια στιγμή «γιατί τη σκότωσαν αφού τους έδωσα τα λεφτά». Από τις ερωτήσεις που μας έκανε κατάλαβε ότι είχε πεθάνει, αλλά η αντίδραση του ήταν τέτοια σαν να μην είχε πεθάνει η γυναίκα του. Η πρώτη αντίδραση ήταν σαν να μη κατάλαβε, αλλά μετά είχε καταλάβει, αλλά η συμπεριφορά του ήταν περίεργη” περιέγραψε ο δεύτερος μάρτυρας.
Η μαρτυρία της ιατροδικαστού
Η ιατροδικαστική έκθεση έδειξε πως ο θάνατος της 20χρονης μητέρας ήταν “ασφυκτικός και βασανιστικός”. “Είχε μαζευτεί αίμα στο πρόσωπο και ήταν πρησμένο. Είχε ασφυκτικές κηλίδες, χαρακτηριστικό εύρημα σε τέτοιους θανάτους. Απαιτεί πίεση και άσκηση δύναμης το πρήξιμο στα χείλη. Δε γίνεται μόνο με ένα μαξιλάρι. Η εικόνα που έκανα ήταν ότι κάποιος έβαλε το δεξί του χέρι στο στόμα και ίσως αυτή η εκδορά είχε προκληθεί από νύχι. Δεν υπάρχουν άλλου κακώσεις. Δεν είχε πιάσει κάποιος από το μπράτσο αυτό το άτομο. Θεωρώ ότι δεν προηγήθηκε πάλη προ του θανάτου. Δεν υπήρχαν αμυντικά σημεία” σημείωσε η ιατροδικαστής Χαρά Σπηλιωτόπουλου, η οποία βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος.
Οργή από τη γειτόνισσα και φίλη της Καρολάιν
Το λόγο πήρε στη συνέχεια η γειτόνισσα του ζευγαριού, η οποία σε έναν διάλογο με τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο. “Εσύ και η Καρολάιν ήσασταν οικογένεια μας, προσπαθούσαμε να σου συμπαρασταθούμε. Δεν ήθελε να πάει το μυαλό μου, δεν μπορούσα να το φανταστώ. Σαν δυο παιδιά μου σας είχα σπίτι μου…. Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί το έκανες;” τον ρώτησε.
Στη συνέχεια ακολούθησε ο εξής διάλογος, κατά τη διάρκεια του οποίου ο κατηγορούμενος εμφανίστηκε για μία ακόμα φορά προκλητικός κάνοντας λόγο για την «Καρολάιν, που χάσαμε»…
Κατηγορούμενος: Με είχατε αγκαλιάσει όχι μόνο γιατί ήμουν ένας άνθρωπος που ζούσε δίπλα σας. Γιατί με είχατε μέσα στο σπίτι σας,για εναμιση μήνα μετά που χάσαμε την Καρολάιν γιατί μου δείξατε ότι είμαι άνθρωπος;
Μάρτυρας: Εσύ και η Καρολάιν ήσασταν οικογένεια μας, προσπαθούσαμε να σου συμπαρασταθούμε… Δεν ήθελε να πάει το μυαλό μου. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι σε δυο παιδιά που είχα σαν παιδιά μου, θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Για αυτό σε είχα σπίτι μου…. Γιατί το έκανες αυτό; Γιατί το έκανες;
Πρόεδρος: Κάνετε ένα προσωπικό διάλογο και είμαστε σε δικαστήριο. Πρέπει να είναι συγκεκριμένη η ερώτηση.
Τι κατέθεσε η φίλη της Καρολάιν
Στη συμπεριφορά της Καρολάιν πριν και μετά το γάμο της με τον καθ’ ομολογίαν συζυγοκτόνο Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, αναφέρθηκε η μοναδική φίλη του θύματος,
«Είχαμε αρκετά αραιές συναναστροφές σπάνια βρισκόμασταν μόνες μας. Συνήθως βρισκόμασταν με την παρουσία του κατηγορουμένου. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι είχε ο ένας άμεση πρόσβαση στα social media του άλλου και είχαν άμεση πρόσβαση στην τοποθεσία τους» τονίζοντας ότι η Καρολάιν είχε εκφράσει κάποια παράπονα στα οποία όμως η ίδια δεν έδωσε σημασία, αποδίδοντάς τα στη γέννα.
«Όσο τη γνώριζα στην Αλόννησο ήταν παρά πολύ κοινωνική, απίστευτα κοινωνική. Όταν ήρθε στην Αθήνα άρχισε να απομονώνεται παρά πολύ. Οι σχέσεις που είχε ήταν μόνο με μένα και τη γειτόνισσά της. Στη σχολή της πήγε δυο φορές. Μου είχε πει ότι την ενδιέφερε να ασχοληθεί με τη ζαχαροπλαστική» είπε και συμπλήρωσε πως η 20χρονη «με το παιδί της είχε σχέση λατρείας, την είχε αγκαλιά όλη την ώρα».
Η μάρτυρας υποστήριξε ότι της είχε κάνει εντύπωση πως «δεν μπορούσε να έρθει ποτέ μόνη της κάπου κι ερχόταν με ταξί που ήταν φιλικό πρόσωπο».