Σε επιφυλακή για την αντιμετώπιση κάθε νέας εστίας αύξησης των κόκκινων δανείων κάλεσε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας τις διοικήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων κατά τη χθεσινή του ομιλία στην γενική συνέλευση των μετόχων της νομισματικής αρχής.
Όπως σημείωσε, από τη μία πλευρά δεν έχει φανεί η πλήρης αποτύπωση των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομία και από την άλλη η τρέχουσα ενεργειακή κρίση πιέζει την πλειονότητα των δανειοληπτών.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, η αρνητική επίδραση του υψηλού πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος παραγωγής λόγω της ενεργειακής κρίσης, θα επηρεάσει αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων.
Οι δύο εστίες
Στην έκθεση του Διοικητή για το 2021 η ΤτΕ αναφέρεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες δανείων, που θα μπορούσαν να δώσουν νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ):
– Σε ρυθμισμένα ανοίγματα ύψους 15,3 δισ. ευρώ
– Στα δάνεια που εξέρχονται του καθεστώτος κρατικής προστασίας και επιστρέφουν σε κανονικές δόσεις
Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, δεδομένης της επίδρασης της πανδημίας, εκτιμάται ότι «σημαντικό ποσοστό από τα δάνεια στα οποία έχει εφαρμοστεί κάποιου είδους ρύθμιση, ενδέχεται να καταγραφεί ως μη εξυπηρετούμενο το 2022».
Σημειώνει δε ότι και πριν το ξέσπασμα του πολέμου, υψηλό ποσοστό των δανείων που αναδιαρθρώνονταν, εμφάνιζε ξανά καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη συνομολόγηση των ευνοϊκότερων για τον οφειλέτη όρων αποπληρωμής.
Παράλληλα, ο κεντρικός τραπεζίτης επισημαίνει ότι μέρος από τα δάνεια που τελούν υπό καθεστώς στήριξης, π.χ. μέσω προγραμμάτων όπως το “Γέφυρα”, είναι πιθανόν να καταγραφεί ως ΜΕΔ, όταν παρέλθει η περίοδος διευκόλυνσης.
Υψηλά ακόμη οι δείκτες
Η Τράπεζα της Ελλάδος παρουσιάζει και τις επιδόσεις των τραπεζών ως προς την εξυγίανση των ισολογισμών τους.
Σύμφωνα με τα σχετικά προσωρινά στοιχεία, στο τέλος του 2021 τα ΜΕΔ υποχώρησαν στα επίπεδα των 18,4 δισ. ευρώ και ο δείκτης καθυστερήσεων στο 12,8% από 47,2 δισ. ευρώ και 30,1% αντίστοιχα ένα χρόνο νωρίτερα.
Παρά τη σημαντική πρόοδο στο μέτωπο των επισφαλειών, που ήταν μεγαλύτερη από τους στόχους που είχαν θέσει οι τράπεζες, ο κ. Στουρνάρας στην έκθεσή του υπογραμμίζει το γεγονός ότι ακόμη η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι μεγάλη (2,1% – Σεπτέμβριος 2021).
Επιπλέον, τονίζει ότι το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης που έχει σημειωθεί στα κόκκινα χαρτοφυλάκια προήλθε από τιτλοποιήσεις και πωλήσεις ανοιγμάτων, που παραμένουν στην οικονομία και όχι από θεραπεία προβληματικών δανείων.
Στο ζήτημα αναφέρθηκαν την Πέμπτη οι τραπεζικές διοικήσεις, μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, οι οποίες υπογράμμισαν ότι το γεγονός αυτό δυσχεραίνει την πρόσβαση ενός μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση.
Το πρόβλημα είναι εδώ
«Τα κόκκινα δάνεια έφυγαν από τις τράπεζες αλλά όχι από την ελληνική οικονομία. Δεν μπορούμε να δανείσουμε όσους είναι “κόκκινοι”» υπογράμμισε ο Γιώργος Ζανιάς, πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και μη εκτελεστικός σύμβουλος της Eurobank.
Όπως είπε, «τα εξυπηρετούμενα δάνεια είναι στο 60% του ΑΕΠ και πρέπει να διπλασιαστούν, χωρίς ωστόσο αυτό να γίνει άκριτα, καθώς μπορεί να έρθει η επόμενη κρίση και να καταλήξουμε πάλι στα μνημόνια».
Από την πλευρά του ο Γιώργος Χαντζηνικολάου, πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, σημείωσε ότι το πρόβλημα των κόκκινων δανείων παραμένει.
Όπως είπε, μπορεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια να έχουν εξέλθει από τους τραπεζικούς ισολογισμούς, ωστόσο «βρίσκονται στην οικονομία, εμποδίζοντας τους δανειολήπτες αυτούς να επιστρέψουν στην οικονομική δραστηριότητα».
Σύμφωνα με τον ίδιο, καθημερινά απορρίπτονται αρκετά επενδυτικά σχέδια γιατί οι επιχειρήσεις έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το τραπεζικό σύστημα.
Στο πλαίσιο αυτό, τόνισε ότι η λειτουργία του πτωχευτικού νόμου μπορεί να τους δώσει μια πραγματική δεύτερη ευκαιρία, ώστε να επανέλθουν σε κανονικότητα.