Κοινή Απόφαση εξέδωσαν τα υπουργεία Προστασίας του Πολίτη και Μετανάστευσης & Ασύλου, ως απάντηση των καταγγελιών του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για επαναπροωθήσεις μεταναστών, τονίζοντας πως είναι αβάσιμες.
“Με την έκθεση του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων με τίτλο «Η χρήση των μεταναστών από την Ελλάδα ως βοηθών της αστυνομίας σε περιστατικά pushbacks», αισθανόμαστε την υποχρέωση να εκφράσουμε τη σοβαρή μας ανησυχία και λύπη για την ποιότητα της έκθεσης”, υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά.
Όπως αναφέρεται στην απάντησή τους: “Πρώτον διότι η οργάνωση υιοθετεί άκριτα καταγγελίες βασιζόμενες αποκλειστικά σε συρραφή τηλεφωνικών συνεντεύξεων, τις οποίες δεν επιβεβαιώνει βάσει αξιόπιστων και βάσιμων αποδεικτικών στοιχειών.
Δεύτερον οι όποιες περιγραφές δράσης αλλοδαπών στα σύνορα, αν ευσταθούν και σε όσο βαθμό τυχόν ευσταθούν, προδίδουν μάλλον συγκρούσεις και ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ των κυκλωμάτων των λαθροδιακινητών. Κυκλώματα τα οποία δυστυχώς συνεχίζουν να λειτουργούν και να εκμεταλλεύονται τον ανθρώπινο πόνο.
Τακτικές όπως αυτές που περιγράφονται στην έκθεση δεν ανταποκρίνονται στις επιχειρησιακές διαδικασίες των ελληνικών αρχών και της FRONTEX που μάχονται καθημερινά τα δίκτυα των λαθροδιακινητών και σώζουν ανθρώπινες ζωές. Τονίζουμε πάντως ότι, η ενισχυμένη παρουσία στον Έβρο έχει οδηγήσει σε σημαντική μείωση των παράνομων αφίξεων και σε τεράστια απώλεια εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες για τους διακινητές. Καλούμε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς να απόσχουν από την παροχή στήριξης σε αυτές τις παράνομες δραστηριότητες.
Η Ελλάδα, ως κράτος-μέλος της ΕΕ, παραμένει προσηλωμένη στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εφαρμόζει την σχετική με αυτά εθνική, ενωσιακή και διεθνή νομοθεσία και διερευνά κάθε αναφερόμενο περιστατικό και, επιπλέον των τακτικών ερευνών που διενεργούνται από τη Δικαιοσύνη, διαθέτει ανεξάρτητους ελεγκτικούς μηχανισμούς, όπως την Εθνική Αρχή Διαφάνειας, αρμόδιους για τη διερεύνηση καταγγελιών για αυθαίρετες και παράνομες πρακτικές. Καλούμε όλους όσοι αναφέρουν τέτοιες καταχρήσεις να παράσχουν τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία στις αρμόδιες εθνικές Αρχές για να διερευνηθούν”.