Πολιτική

Η Δόμνα Μιχαηλίδου και το κράτος πρόνοιας

Ο Μανώλης Σταυρουλάκης γράφει στο pagenews για και τα χολερικά σχόλια του αριστερού ριζοσπαστισμού περί κοινωνικής προέλευσης και εκ κατασκευής πολιτική ανικανότητα μιας πολιτικού να αποφασίζει μέτρα κοινωνικής αρωγής.

Στη μεταπολιτευτική κυρίως Ελλάδα, της πρώτης αλλά και της ύστερης περιόδου, είναι αλήθεια ότι κοινωνική εγρήγορση και κρατική συγκρότηση είναι μεγέθη ασύμβατα για όσους βρίσκονται εκτός των  τειχών της αριστεράς, με μια γερή δόση βερμπαλιστικής radicality, για μια ολόκληρη παράταξη που συγκεντρώνει το 40 – 45% της εκλογικής προτίμησης των πολιτών μα που βρίσκεται εγκλωβισμένη στην αντίπερα όχθη του «ανάλγητου κράτους της δεξιάς και της νεοφιλελεύθερης παλινδρόμησής του».

Σε άλλους ευρωπαϊκούς κοινωνικούς σχηματισμούς, η πολιτική πρακτική δείχνει το ακριβώς αντίθετο, αφού πολιτικές που συνυφαίνονται με το κράτος πρόνοιας υπηρετούνται αποτελεσματικότερα από κεντρώες και κεντροδεξιές κυβερνήσεις και οι σχετικές αντιπαραθέσεις με αριστερές πολιτικές δυνάμεις έχουν ένα πυκνό περιεχόμενο και παρουσιάζουν ιδιαίτερο προγραμματικό χαρακτήρα.

Η εγχώρια υποδοχή, όμως, μέτρων κοινωνικής προστασίας των υλικά πιο ευάλωτων συμπολιτών μας συναντά τις γνώριμες αντιδράσεις του αριστερού ριζοσπαστισμού. «Η Μιχαηλίδου (σ.σ.: πλήρως άγνωστη στον υπογράφοντα) είναι μια αστή οικονομολόγος, πώς μπορεί να μιλά για κράτος πρόνοιας;». Το αρχικά αμήχανο βλέμμα του εγχώριου ριζοσπάστη το διαδέχονται τα χολερικά σχόλια περί κοινωνικής προέλευσης και εκ κατασκευής πολιτική ανικανότητα μιας πολιτικού να αποφασίσει μέτρα κοινωνικής αρωγής, ακόμη κι αν αυτά ανέρχονται στα 325 εκατομμύρια ευρώ, αφορούν πάνω από 3 εκατομμύρια Έλληνες και πρόκειται να καταβληθούν στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας.

Δεν είναι ανακριβές, αν και αυτό αποτελεί – φαίνεται – λεπτομέρεια ανάξιας αναφοράς για το δομομαρξιστικό πνευματικό επιτελείο, ότι πράγματι, ο οικονομικός φιλελευθερισμός παρουσιάζει μια δυσκολία να γειωθεί κοινωνικά τον δέκατο ένατο αιώνα, οπότε και εξαπλώνεται ταχύτατα ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής με σοβαρές συνέπειες στις ανθρώπινες καθημερινότητες. Οι φιλελεύθεροι στοχαστές J. St. Millκαι T. Pain εστιάζουν την προσοχή τους στο κοινωνικό ζήτημα και, αν και δεν τάσσουν «ηρωικές εξόδους στον ουρανό», εισηγούνται τη μέριμνα της κρατικής οντότητας όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο, αλλά και στο κοινωνικό ανάλογό του, μέσα από τη δρομολόγηση γενναίων αναδιανεμητικών πολιτικών.

Το φιλελεύθερο ενδιαφέρον δεν σταματά, όμως, στον προπερασμένο αιώνα. Ο κοινωνισμός, ως δομική συνιστώσα του φιλελευθερισμού, επανεμφανίζεται στα νομοθετήματα των δυτικών, συνταγματικά οργανωμένων, κρατών. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930, τα κοινωνικά περιεχόμενα του φιλελευθερισμού κατοχυρώνονται σε συστήματα κοινωνικής ασφάλισης και παρεμβαίνουν ρυθμιστικά σε ζωτικούς τομείς των πολιτών, όπως είναι, επί παραδείγματι, η παιδεία και η υγεία.

Το ρεύμα αυτό αναπτύσσεται περαιτέρω από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως το γύρισμα του εικοστού πρώτου αιώνα, μέσα από τη δραστική επιρροή που ασκούν ο J. M. Keynes και, ιδίως, ο R. Dworkin, συγγραφέας της περίφημης πραγματείας Ισότητα. Πρόκειται για την συνταγματική κατοχύρωση δικαιωμάτων κοινωνικής υφής (ενδεικτικά: παιδεία, υγεία, δικαιώματα των ΑΜΕΑ, εργασία) και για κοινωνικές παρεμβάσεις της κρατικής συγκρότησης, ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης όπως η τρέχουσα που διατηρεί σχέσεις αιτιώδους συνάφειας με την ρωσική στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, χωρίς να καλλιεργεί την οκνηρία στις τάξεις των δικαιούχων.

Ο Φιλελευθερισμός είναι, λοιπόν, μια βαθιά ανθρωποκεντρική ιδεολογία, όπως εικονογραφείται και μέσα από αυτό το συγκεκριμένο παράδειγμα της Υφυπουργού Πρόνοιας και Κοινωνικής Ασφάλισης. Είναι με τον άνθρωπο, από την ίδια του τη φύση. Μόνο που αυτός ο άνθρωπος συγκεκριμενοποιείται κάθε φορά, δεν είναι ο άνθρωπος των μαθητικών εκθέσεων ή όσων αρνούνται να αποκοπούν από την εφηβική τους καθήλωση.