Κόσμος

Βερολίνο: Σχέδιο εθνικοποίησης των Rozneft και Gazprom – Πώς αντιδρά η Μόσχα

Το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας επεξεργάζεται σχέδιο εθνικοποίησης των δυο εταιριών, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος πιθανής διακοπής των ροών καυσίμων

Σχέδιο πιθανής εθνικοποίησης των περιουσιακών στοιχείων των κρατικών εταιρειών πετρελαίου και φυσικού αερίου της Ρωσικής Ομοσπονδίας και των θυγατρικών τους στη Γερμανία απεργάζονται οι γερμανικές ομοσπονδιακές αρχές, σε μία προσπάθεια να αποτρέψει τους κινδύνους μιας μαζικής διακοπής των ροών καυσίμων.

Σύμφωνα με δημοσίευμα της Handelsblatt, η Gazprom Germania λειτουργεί πολλές μεγάλες υπόγειες εγκαταστάσεις αποθήκευσης αερίου, και η Rosneft Deutschland είναι βασικός παράγοντας στη γερμανική αγορά καυσίμων.«Και οι δύο εταιρείες είναι πλέον απαραίτητες στη γερμανική αγορά ενέργειας», λέει το δημοσίευμα.

Εν τω μεταξύ, σε επίπεδο ΕΕ, μια πρόταση για την υποχρεωτική πιστοποίηση των φορέων εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων αποθήκευσης στην Ευρώπη συζητείται αυτή την στιγμή ενεργά. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή,  κάτι τέτοιο «θα περιορίσει τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με την εξωτερική επιρροή σε κρίσιμες υποδομές αποθήκευσης».

«Αυτό σημαίνει ότι οι μη πιστοποιημένοι φορείς εκμετάλλευσης θα πρέπει να παραιτηθούν από την ιδιοκτησία ή τον έλεγχο των εγκαταστάσεων αποθήκευσης αερίου της ΕΕ», ανέφερε το σχετικό δελτίο τύπου.

Οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ενδέχεται να παραπέμπουν στη θυγατρική της Gazprom, την astora, έναν από τους μεγαλύτερους φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων αποθήκευσης στην Ευρώπη. H astora διαχειρίζεται αποθηκευτικές εγκαταστάσεις συνολικού όγκου περίπου 6 δισ. κυβικών μέτρων ενεργού αερίου στη Γερμανία και την Αυστρία.

Κρεμλίνο: «Απαράδεκτο»

Το σχέδιο εθνικοποίησης των γερμανικών θυγατρικών της Gazprom και της Rosneft, το οποίο επεξεργάζεται το Υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, θα παραβίαζε όλους τους διεθνείς κανόνες, δήλωσε ο Ντμίτρι Πεσκόφ, γραμματέας Τύπου του Προέδρου της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

«Ένα τέτοιο σχέδιο θα παραβίαζε πολύ σοβαρά το διεθνές δίκαιο και όλους τους νοητούς και αδιανόητους κανόνες και νόμους. Ως εκ τούτου, θα το παρακολουθήσουμε προσεκτικά. Θεωρούμε, φυσικά, ακόμη και τη μελέτη του ίδιου του ζητήματος απαράδεκτη», είπε ο Πεσκόφ.