Τον κώδωνα του κινδύνου για την ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών λιμανιών κρούει μελέτη της εταιρείας συμβούλων CE Delft η οποία εξετάζει τα αποτελέσματα που θα επιφέρει η ένταξη της ναυτιλίας στο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων (EU ETS).
Η μελέτη υπογραμμίζει ότι είναι προ των πυλών ο κίνδυνος τα πλοία να αποφεύγουν τα λιμάνια της ΕΕ και να προτιμούν άλλα γειτονικά στην ΕΕ, για μην υποχρεούνται να αγοράζουν δικαιώματα ρύπων και να επιβαρύνουν έτσι το κόστος λειτουργίας τους.
Η μελέτη εντοπίζει τρόπους με τους οποίους μια ναυτιλιακή εταιρεία θα μπορούσε να «αποφύγει» ευρωπαϊκό λιμάνι και το EU ETS, οι οποίοι μεταξύ άλλων είναι η προσθήκη επιπλέον λιμένα προσέγγισης λίγο έξω από την ΕΕ, η αφαίρεση ορισμένων από τα λιμάνια της ΕΕ από τα δρομολόγια των πλοίων κ.λ.π.
Ειδικότερα, η μελέτη εντοπίζει τέσσερις τρόπους με τους οποίους η ναυτιλιακή εταιρεία θα μπορούσε να «αποφύγει» ευρωπαϊκό λιμάνι και το EU ETS::
- η προσθήκη επιπλέον λιμένα προσέγγισης λίγο έξω από την ΕΕ.
- η αλλαγή της σειράς των λιμανιών στο υφιστάμενο σχέδιο προσεγγίσεων των πλοίων της εταιρείας έτσι ώστε λιμάνι κοντά στην Ε.Ε να είναι το πρώτο λιμάνι προσέλευσης στην περιοχή της Ε.Ε.
- η κατάργηση λιμένων της ΕΕ από το σχέδιο προσεγγίσεων και τον εφοδιασμό των λιμανιών αυτών με μικρότερα πλοία (feeder) από λιμάνι εκτός ΕΕ.
- η αφαίρεση ορισμένων λιμένων της ΕΕ από το πρόγραμμα και τα σχέδια προσέγγισης της εταιρείας.
Αυτό σημαίνει ότι μια ναυτιλιακή εταιρεία θα μπορούσε για παράδειγμα στη Μεσόγειο να επιλέξει ως «κύριο» λιμάνι για ένα μεγάλο πλοίο της την Αίγυπτο ή την Τουρκία και από εκεί να στέλνει τα εμπορεύματα στα ευρωπαϊκά λιμάνια με μικρότερου μεγέθους πλοία.
Για καθεμία από τις παραπάνω περιπτώσεις υπολογίσθηκε το κόστος και το όφελος και το συμπέρασμα που προέκυψε είναι ότι η αποφυγή του EU ETS με αλλαγές στους σχεδιασμούς των δρομολογίων δεν μπορεί να αποκλειστεί ως κερδοφόρα επιλογή σε πολλές περιπτώσεις, ειδικά όταν οι τιμές των δικαιωμάτων αγοράς ρύπων έχουν πάει στα ύψη, όταν το κόστος αποφυγής (κόστος λιμένα, λειτουργικό κόστος, κόστος ναύλωσης, κόστος διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων) είναι χαμηλότερο, το κόστος μεταφόρτωσης είναι χαμηλό κ.λ.π.
Βέβαια θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και πόσο εύκολο είναι τα πλοία να «πιάνουν» πρώτα λιμάνι εκτός ΕΕ, αν π.χ. υπάρχει η απαιτούμενη διαθεσιμότητα θέσεων στο λιμάνι, κ.λπ.
Ουσιαστικά η μελέτη που εκπονήθηκε για λογαριασμό του Λιμανιού του Ρότερνταμ το οποίο είναι το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και ενδέκατο στην παγκόσμια κατάταξη, αναγνωρίζει ότι η ένταξη της ναυτιλίας σε ένα περιφερειακό μέτρο όπως είναι το EU ETS θα λειτουργήσει σε βάρος του ανταγωνισμού των ευρωπαϊκών ναυτιλιακών εταιρειών και λιμανιών. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι στα συμπεράσματα η μελέτη επισημαίνει ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να μην υπονομευθεί η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών λιμανιών, από ένα κύμα «κύμα αποφυγής» λόγω της ένταξης της ναυτιλίας στο ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων (EU ETS) είναι να διασφαλιστεί ότι παρόμοια μέτρα βασισμένα στην αγορά εφαρμόζονται σε επίπεδο Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού ή σε γειτονικές της ΕΕ χώρες.
Το συμπέρασμά αυτό δικαιώνει πολλούς ναυτιλιακούς φορείς συμπεριλαμβανομένης της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών που ενώ τάσσονται υπέρ της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας (Green Deal) για το κλίμα εν τούτοις έχουν επισημάνει ότι η ένταξη της ναυτιλίας, σε ένα περιφερειακό μέτρο, όπως το ευρωπαϊκό σύστημα εμπορίας ρύπων, δεν αποτελεί την κατάλληλη λύση για μια παγκόσμια βιομηχανία, όπως η ναυτιλία. Υπενθυμίζεται ότι η διεθνής ναυτιλία έχει προτείνει ένα πιο απλό μέτρο βασιζόμενο στην αγορά (Market Based Measure) την επιβολή ενός τέλους επί των καυσίμων και την δημιουργία ενός fund που θα επενδύει σε τεχνολογίες και νέα εναλλακτικά καύσιμα που θα εξασφαλίζουν την μετάβαση της ναυτιλίας σε μια εποχή χωρίς άνθρακα.