Περιοδεία στην αγορά του Αιγάλεω πραγματοποίησε το πρωί ο Αλέξης Τσίπρας, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε την ευκαιρία να συζητήσει με καταστηματάρχες και καταναλωτές για την ακρίβεια.
Σε δηλώσεις που έκανε στη συνέχεια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σημείωσε ότι οι πολίτες εδώ και επτά μήνες ζουν την «ακρίβεια Μητσοτάκη», τον οποίο κατηγόρησε για ανοχή στα καρτέλ της ενέργειας. Τόνισε ότι χρειάζεται ένα έκτακτο σχέδιο για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, με ισχυρή παρέμβαση του κράτους στην αγορά, κάτι που -όπως υπογράμμισε- μπορεί να κάνει μόνο μια κυβέρνηση προοδευτική.
«Επτά μήνες τώρα φωνάζουμε, καταγγέλλουμε, ότι υπάρχει αισχροκέρδεια και καρτέλ στην ενέργεια. Ο κ. Μητσοτάκης λέει ψέματα, δείχνει ανοχή στα καρτέλ και μας λέει λαϊκιστές», δήλωσε ο κ. Τσίπρας. Σημείωσε ότι πριν από ένα μήνα στη Βουλή ζήτησε από τον πρωθυπουργό να παρέμβει «και μου είπε πως δεν υπάρχουν υπερκέρδη», και «μετά την απόφαση της Κομισιόν και την οδηγία που έδωσε να φορολογηθούν αυτά τα υπερκέρδη σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναγκάστηκε χθες να ψελλίσει ότι υπάρχουν κάποια κέρδη αλλά δεν ξέρουμε πού θα τα βρούμε». «Ενάμισι δισ. σε αυτούς τους τελευταίους επτά μήνες. Αυτή είναι η ακρίβεια Μητσοτάκη που ζει ο ελληνικός λαός, οι πολίτες, οι καταναλωτές που παίρνουν τους λογαριασμούς του ρεύματος, που έχει οδηγήσει σε ακρίβεια σε όλα τα βασικά είδη κατανάλωσης, καθώς ο πληθωρισμός έχει σκαρφαλώσει πάνω από το 7%», σημείωσε.
«Πολύ φοβάμαι», είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, «ότι οι επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία δεν έχουν γίνει ακόμα ορατές στην αγορά. Και αυτή τη στιγμή οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες βρίσκονται στο φάσμα του λουκέτου στις επιχειρήσεις τους. Νοικοκυριά στενάζουν, ο μισθός παραμένει καθηλωμένος». Τόνισε ότι η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει έτσι και πως «χρειάζεται ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, ανόρθωσης της κοινωνίας, στήριξης των μικρών και μεσαίων, αντιμετώπισης αυτού του πρωτοφανούς κύματος ακρίβειας. Αντιμετώπισης της αισχροκέρδειας της ΔΕΗ με τα γαλάζια παιδιά και τα golden boys που παίρνουν μισθούς από 8.000 ως 28.000 ευρώ, αλλά και των ιδιωτών που θησαυρίζουν στην πλάτη του καταναλωτή».