Στην πρόσφατη συνέντευξή του Αλέξη Τσίπρα στο Βήμα της Κυριακής και στον Άρη Ραβανό απέκλεισε κάθε ενδεχόμενο πολιτικής συνεργασίας με τον κ. Μητσοτάκη, τον οποίο, επιπλέον, χαρακτήρισε «πολιτικό παλαιάς κοπής» που «ενδιαφέρεται μονάχα για την εξυπηρέτηση των ελίτ».
Είναι αναμφίβολο ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης εγείρουν μια δέσμη σημαντικών ζητημάτων δημοκρατίας και πολιτικής.
Μία οπαδική αντίληψη για την πολιτική
Η κεντρική πολιτική στόχευση του προέδρου της εν Ελλάδι Ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι έκδηλη: επιχειρεί να επιφέρει ένα βαθύ ρήγμα στο πολιτικό πεδίο ανάμεσα στον ίδιο, που δεν κουράζεται να φωτογραφίζει εαυτόν σαν τον άδολα και πιστά αφοσιωμένο φίλο των γνήσιων λαϊκών συμφερόντων, και στον κ. Μητσοτάκη, που παρουσιάζεται ως ο επικεφαλής μιας εξ ορισμού ύποπτης και φιλάργυρης ελίτ, την οποία ποτέ δεν προσδιορίζει με σαφήνεια.
Στα μάτια του κ. Τσίπρα, λοιπόν, ο μανιχαϊκός αυτοματισμός είναι αναντίρρητος, αφού όλοι (=οι άλλοι) χρηματίζονται από την Κυβέρνηση και το οικονομικό κατεστημένο, όλοι (=οι άλλοι) γράφουν αναλύσεις που δεν είναι παρά ηθικά προσχηματικά φύλλα συκής για τη σημερινή κυβερνητική πλειοψηφία και μόνο εμείς (=ΣΥΡΙΖΑ) είμαστε υπεράνω πάσης ηθικής υποψίας, υπηρέτες των πλατιών λαϊκών μαζών.
Αναπόφευκτα, ακολουθώντας κάποιος αυτήν την πορεία σκέψης του κ. Τσίπρα, διαπιστώνει ότι ο πολιτικός αντίπαλος γίνεται αντιληπτός ως «εχθρός» που πρέπει να τεθεί κάπου στο περιθώριο της πολιτικής ζωής ή που, έστω, πρέπει να τελεί υπό καθεστώς πολιτικής δαιμονοποίησης, ακόμη κι αν έχει
αναδειχθεί στο αξίωμα του Προέδρου από την ίδια τη βάση του κόμματος, ακόμη κι αν συγκέντρωσε την προτίμηση του 40% των πολιτών στις γενικές βουλευτικές εκλογές.
Η πολιτική ως παίγνιο μηδενικού αθροίσματος
Η αντίληψη αυτή του κ. Τσίπρα για τον κ. Μητσοτάκη και για την πολιτική εν γένει έχει αλυσιδωτές πολιτικές προεκτάσεις. Τα οργανικού τύπου παρακολουθήματα αποτυπώνονται και στον τρόπο πρόσληψης των πολιτικών θεσμών μιας φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας .
Ειδικότερα, τα δημοκρατικά πολιτικά συστήματα, όπως αυτό της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, προϋποθέτουν τη συμμετοχή των πολιτών στη σφαίρα της πολιτικής. Οι κυβερνώντες εκλέγονται από τους πολίτες, ελέγχονται από αυτούς και λογοδοτούν σ΄ αυτούς μέσα κυρίως από τις κομματικές δυνάμεις και τις εκλογικές διαδικασίες.
Η ομαλή διεξαγωγή του πολιτικού αγώνα προϋποθέτει την αποδοχή της πολυφωνίας, της κομματικής ετεροδοξίας και δεν αποκλείει, βέβαια, το ενδεχόμενο κομματικής – πολιτικής συνεργασίας.
Ωστόσο, αυτό το πλουραλιστικό σχήμα τίθεται υπό αμφισβήτηση από τον κ. Τσίπρα, όπως τουλάχιστον υποστηρίζει ο ίδιος σε κάθε ευκαιρία.
Η κοινωνία εκλαμβάνεται ως ένα πεδίο εξόχως συγκρουσιακών αντιπαραθέσεων μεταξύ δύο στρατοπέδων: μεταξύ των «λαϊκών μαζών» και μιας ολιγάριθμης οικονομικοπολιτικής «ελίτ», η οποία πρέπει να συνθλιβεί. Σε αυτό το μαρξίζον σχήμα, η συμμετοχή των πολιτών στα πολιτικά πράγματα γίνεται αυτάρεσκα αντιληπτή ως «στράτευση» σε μια πολιτική πάλη εναντίον μιας αργυρώνητης «χούφτας ανθρώπων» στην υπηρεσία πάντοτε των εξαπατηθέντων από την προπαγάνδα της «απλών πολιτών» και, κατά προέκταση, αποκλείεται εξαρχής κάθε περίπτωση συνεργασίας ανάμεσα σε αυτές τις δύο αεροστεγώς κατηγοριοποιημένες ομάδες πολιτών που επιλέγουν να συμμετάσχουν στην πολιτική ζωή του τόπου. Ο κ. Τσίπρας επανέλαβε ότι απορρίπτει την προοπτική μιας αμοιβαίας ανταλλαγής, αφού θεωρείται ότι αυτή θα υπονόμευε τη συμμετοχή του Λαού στα πολιτικά πράγματα της χώρας και θα ακύρωνε στην πράξη τη συγκρουσιακή κουλτούρα που έχει καλλιεργηθεί στο «λαϊκά θύματα» που αποτολμούν – επιτέλους! – την πολιτική συμμετοχή.
Η αντίληψη αυτή για την πολιτική συμμετοχή αρέσκεται να παρουσιάζεται ως βαθιά απελευθερωτική.
Αποβλέπει στην απελευθέρωση των πολιτών από τη λεγόμενη «συστημική χειραγώγηση». Αποσκοπεί στην αποτίναξη των καταναγκαστικών δεσμών που θεωρείται ότι επιβάλλουν στις λαϊκές μάζες η «κυβέρνηση της Δεξιάς» και το κομματικό της υποσύστημα. Συνεπώς, πιθανή συνεργασία με τις δυνάμεις αυτές θα συνιστούσε ασύγγνωστη «ιστορική προδοσία» των αντιπολιτευτικών καλεσμάτων αντίστασης και πολιτικής ανυπακοής.
Η πολιτική συμμετοχή αντιμετωπίζεται, λοιπόν, ως συμμετοχή σε ένα παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: οι δυνάμεις της προόδου και του φωτός κερδίζουν ακριβώς όσα χάνουν οι δυνάμεις της συντήρησης και του σκότους. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για μια απελευθερωτική αντιμετώπιση της πολιτικής συμμετοχής, όπως τονίζει ο κ. Τσίπρας που βάλλει συνεχώς εναντίον του κ. Μητσοτάκη, αλλά για το ακριβώς αντίθετό της: για μία par excellence εξουσιαστική αντίληψη περί της πολιτικής συμμετοχής.
Η εμπειρία, εξάλλου, του δημοψηφίσματος του 2015 είναι εδώ και είναι νωπή, για να μας υπενθυμίζει την κυνική εργαλειοποίηση από τον κ. Τσίπρα των θεσμών του δημοκρατικού μας πολιτεύματος προκειμένου να αποκαθηλωθεί πλήρως ο πολιτικός αντίπαλος: ο κ. Σαμαράς τότε, ο κ. Μητσοτάκης τώρα.