Καθώς ολοκληρώνεται η «επείγουσα φάση της επιδημίας κορωνοϊού» και στη χώρα μας, η αποτίμηση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται το σύστημα υγείας είναι αναπόφευκτη όσο και αναγκαία. Το ΕΣΥ βγαίνει από έναν σκληρό υγειονομικό πόλεμο μετρώντας νέες πληγές – κι ενώ δεν είχαν αντιμετωπιστεί βασικές παθογένειες, όπως η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση, που επιδείνωσε η δεκαετής οικονομική κρίση.
Το σύστημα υγείας άντεξε την πίεση της επιδημίας, ωστόσο οι γιατροί, εξουθενωμένοι, όπως όλοι οι υγειονομικοί εργαζόμενοι, εκπέμπουν πλέον μέσα από τα νοσοκομεία σήμα κινδύνου για το μέλλον: η δεξαμενή με τους λειτουργούς του Ιπποκράτη, ειδικευμένους ή ειδικευόμενους, στερεύει συνεχώς. Μάλιστα, για ειδικότητες πρώτης γραμμής όπως οι Αναισθησιολόγοι, οι Εντατικολόγοι, οι Πνευμονολόγοι οι ελλείψεις είναι δραματικές. Η συνδρομή ιδιωτών γιατρών των συγκεκριμένων ειδικοτήτων στις εφημερίες των δημόσιων νοσοκομείων αποτελεί τη βέλτιστη λύση που προκρίθηκε μέσα στην πανδημία.
Η άμεση και στοχευμένη αντιμετώπιση των ελλείψεων ιατρών στα νοσηλευτικά ιδρύματα αλλά και ο σχεδιασμός, με τη συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων, του συστήματος υγείας, θεωρούνται πλέον αναγκαία συνθήκη για την επόμενη ημέρα του συστήματος υγείας. «Οι ήρωες πίσω από τις μάσκες» ζητούν άμεσες προσλήψεις μόνιμου ιατρικού προσωπικού με βάση τις πραγματικές ανάγκες του ΕΣΥ, εναρμόνιση του μισθολογίου τους στο επίπεδο της ζώνης του ευρώ και παροχή κινήτρων στους νέους αποφοίτους Ιατρικής ώστε να παραμένουν στην Ελλάδα και στα δημόσια νοσοκομεία.
Η συγκυρία θα μπορούσε να θεωρηθεί καλή για τη δρομολόγηση των αιτημάτων τους, με δεδομένη την πρόθεση της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας να οικοδομήσει το «νέο ΕΣΥ» με το πέρας της πανδημίας, όταν δηλαδή θα είναι λιγότερο επιβαρυμένο το τοπίο στα νοσοκομεία. Η κάλυψη των κενών στις κρίσιμες ειδικότητες αλλά και γενικά η διαχείριση των θέσεων στις ιατρικές ειδικότητες αποτελεί έναν από τους πρωταρχικούς στόχους που έχει θέσει η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, κυρία Μίνα Γκάγκα, στο πλαίσιο του «νέου ΕΣΥ». Ο τρόπος επιλογής ειδικότητας των νέων γιατρών συζητείται σε βάθος και εύρος με σκοπό να συνδεθεί η ζήτηση με την προσφορά και να αξιοποιηθεί πλήρως το νέο επιστημονικό δυναμικό των Ιατρικών σχολών της χώρας.
Υποστελεχωμένες κλινικές, υποαμειβόμενοι γιατροί
Η ιατρική υποστελέχωση του ΕΣΥ βρίσκεται επί σειρά ετών υψηλά στην ιεράρχηση των προβλημάτων των νοσοκομειακών γιατρών. Οι χιλιάδες ελλείψεις γιατρών στα δημόσια νοσοκομεία αποτελούν παράδοξο σε μία χώρα που ο αριθμός του συνόλου των γιατρών παραμένει υψηλός σε αναλογία με τον πληθυσμό. Στους Ιατρικούς Συλλόγους είναι εγγεγραμμένοι περίπου 66.000 γιατροί. Στο ΕΣΥ απασχολούνται 27.400 γιατροί, μόνιμοι αλλά και επικουρικοί (συμβασιούχοι).
Η υποστελέχωση τέθηκε για μια ακόμη φορά ως μείζον ζήτημα που απαιτεί λύση στην πανυγειονομική πανελλαδική απεργία που πραγματοποίησε πρόσφατα η Ομοσπονδία Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας. Επί 10 και πλέον χρόνια οι προσλήψεις μόνιμου ιατρικού προσωπικού είχαν παγώσει και οι ανάγκες καλύπτονταν με τις συμβάσεις με επικουρικούς γιατρούς, ετήσιας ή διετούς διάρκειας. Στον «πάγο» έχουν μπει επί σειρά ετών και οι κρίσεις των γιατρών για την ανέλιξή τους μέσα στο σύστημα υγείας, με τα συμβούλια κρίσεων να διατηρούν την ισχύ τους επί χάρτου. Παράλληλα, το γηρασμένο και εξουθενωμένο και λόγω της πανδημίας ιατρικό προσωπικό επιλέγει ολοένα και πιο συχνά την αποχώρηση από το ΕΣΥ πολύ πριν από τη συνταξιοδότηση.
Πάγιο αίτημα της Ομοσπονδίας είναι να προκηρυχθούν οι κενές οργανικές θέσεις των γιατρών ΕΣΥ και να μονιμοποιηθούν οι επικουρικοί γιατροί. Οι κενές οργανικές θέσεις υπολογίζονται σε 5.000, ωστόσο εκτιμάται ότι οι πραγματικές επείγουσες ανάγκες είναι περισσότερες, καθώς δεν έχουν καταρτιστεί οι νέοι Οργανισμοί των νοσοκομείων και οι υπολογισμοί γίνονται με βάση παρωχημένα στοιχεία.
Οι προκηρύξεις θέσεων μόνιμων ιατρών που γίνονται σε τακτά διαστήματα από το υπουργείο Υγείας δεν έχουν πάντως μεγάλη απήχηση – η πλειονότητα των γιατρών αναζητεί και βρίσκει επαγγελματικές ευκαιρίες στο εξωτερικό δυναμώνοντας το ρεύμα του brain drain. Είναι ενδεικτικό ότι μόνο από τους Ιατρικούς Συλλόγους της Αττικής έχουν φύγει για χώρες της αλλοδαπής από το 2010 περισσότεροι από 14.000 γιατροί. «Σχέσεις εργασίες των γιατρών εντός του ΕΣΥ που θα τους ενδυναμώνουν» όπως και «αναβάθμιση του ιατρικού μισθολογίου» είναι μεταξύ άλλων τα αιτήματα που έθεσε πρόσφατα η Σύνοδος των προέδρων των Ιατρικών Συλλόγων στον υπουργό Υγείας, κ. Θάνο Πλεύρη.
Οι χαμηλές αποδοχές εντός του ΕΣΥ αποτελούν σημαντικό αντικίνητρο για την ένταξη ενός νέου γιατρού σε αυτό. Στην Ελλάδα, ο βασικός μισθός ενός επιμελητή Β΄ στο ΕΣΥ είναι περίπου 1.200 ευρώ και ενός διευθυντή με τουλάχιστον 15 χρόνια προϋπηρεσία, περίπου 1.900 ευρώ. Με 30 χρόνια προϋπηρεσία ο συντονιστής διευθυντής αμείβεται με περίπου 2.800 ευρώ τον μήνα.
Πρόκειται για απολαβές που, όπως τονίζουν οι νοσοκομειακοί γιατροί, δεν απαντώνται σε καμία χώρα της Δυτικής Ευρώπης – ούτε φυσικά και στον εγχώριο ιδιωτικό τομέα της υγείας. Οποιαδήποτε μισθολογική αλλαγή των γιατρών του ΕΣΥ έχει αποκλειστεί, ωστόσο η κυβέρνηση συζητά τρόπους χαλάρωσης της μέχρι τώρα ανελαστικής επαγγελματικής σχέσης των γιατρών με το ΕΣΥ. Στο πλαίσιο αυτό δρομολογείται η διενέργεια απογευματινών χειρουργείων στα δημόσια νοσοκομεία, με πιλότο την επιτυχημένη λειτουργία των απογευματινών ιατρείων, που αξιοποιούν το δυναμικό και τις δομές του ΕΣΥ εκτός του ωραρίου.
ΜΕΘ: διπλασιάστηκαν οι κλίνες αλλά όχι και οι γιατροί
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) στα δημόσια νοσοκομεία διπλασιάστηκαν και σήμερα είναι διαθέσιμες πανελλαδικά περί τις 1.150 κλίνες. Όμως, οι ανάγκες σε εξειδικευμένους Εντατικολόγους παραμένουν μεγάλες, περίπου στο 50%. Κι αυτό διότι όπως εξηγεί στο ΘΕΜΑ η πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Εντατικής Θεραπείας (ΕΕΕΘ), διευθύντρια της Β’ κλινικής Εντατικής Θεραπείας στο Αττικόν, κυρία Μαρία Θεοδωρακοπούλου, «υπήρχαν ελλείψεις πριν διπλασιαστούν οι κλίνες ΜΕΘ στη χώρα και οι προκηρύξεις της τελευταίας διετίας κάλυπταν, όταν υπήρχε ανταπόκριση, τις κενές θέσεις που είχαν προκύψει και πριν από την πανδημία. Διπλασιάστηκαν οι κλίνες αλλά και οι ελλείψεις εκτινάχθηκαν.
Επίσης, δεν υπάρχει ιδιαίτερη προσέλευση γιατρών, γεγονός που πλήττει αρκετά χρόνια την ειδικότητα της Εντατικολογίας, ενώ υπήρξαν και αποχωρήσεις λόγω covid. Παρά τον διορισμό τους σε μόνιμη θέση, συνάδελφοι επέλεγαν να φύγουν ή να αναζητήσουν διορισμό σε κλινική και όχι σε Μονάδα».
Την εξειδίκευση της Εντατικολογίας μπορούν να λάβουν καρδιολόγοι, πνευμονολόγοι, χειρουργοί, παθολόγοι, νεφρολόγοι, αναισθησιολόγοι έπειτα από δύο χρόνια ειδίκευσης σε ΜΕΘ και εξετάσεις. Ένας νεοδιορισμένος εντατικολόγος αμείβεται με 650 ευρώ καθαρά το 15νθήμερο με συνεχείς εφημερίες και ο διευθυντής της ΜΕΘ, με 30 χρόνια υπηρεσίας, με 2.000 ευρώ. «Οι τεράστιες απαιτήσεις μέσα στη ΜΕΘ σε συνδυασμό με την πολυετή εκπαίδευση και τις χαμηλές αποδοχές δύσκολα θα προσελκύσουν έναν νέο επιστήμονα, όσο κι αν αγαπά την Ιατρική, να επιλέξει τη ΜΕΘ» υπογραμμίζει η κυρία Θεοδωρακοπούλου.
Μέσω της επιστημονικής εταιρίας οι εντατικολόγοι ζητούν από το υπουργείο Υγείας να ανταποκριθεί στα αιτήματά τους – αιτήματα που δεν αφορούν μόνο την ειδικότητά τους που αποδυναμώνεται αλλά το μέλλον του συστήματος υγείας. Η ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά, η χορήγηση ειδικών επιδομάτων και τα απογευματινά χειρουργεία εντός των νοσοκομείων θα αποτελούσαν μία «απάντηση».
Στην μεταπανδημική εποχή για τους εντατικολόγους είναι στοίχημα να παραμείνουν ανοιχτές όλες οι κλίνες ΜΕΘ, να μην επιστρέψουν σε εποχές όπου τα κρεβάτια ήταν διαθέσιμα, αλλά όχι ανεπτυγμένα, δηλαδή χωρίς γιατρούς και νοσηλευτές. Για τον λόγο αυτό η Εταιρία έχει δρομολογήσει καταγραφή των κλινών ΜΕΘ και των εντατικολόγων που απασχολούνται σε αυτές με όλες τις εργασιακές σχέσεις, ώστε να είναι ξεκάθαρο πόσες θέσεις πρέπει να καλυφθούν.
Χρειάζονται τουλάχιστον 300 αναισθησιολόγοι στο ΕΣΥ
«Σήμα κινδύνου» εκπέμπουν και οι αναισθησιολόγοι στο ΕΣΥ. Σύμφωνα με την τελευταία καταγραφή στα δημόσια νοσοκομεία υπάρχουν 580 αναισθησιολόγοι, με τις ελλείψεις να υπολογίζονται στο 20% των οργανικών θέσεων. Οι πραγματικές ανάγκες είναι μεγαλύτερες, κι εκτιμάται ότι αντί για τις 725 θέσεις αναισθησιολόγων που υπάρχουν στους Οργανισμούς των νοσοκομείων, το ΕΣΥ χρειάζεται τουλάχιστον 900.
«Νοσοκομείο χωρίς αναισθησιολόγο δεν είναι νοσοκομείο. Είναι Κέντρο Υγείας» σημειώνει μιλώντας στο ΘΕΜΑ η πρόεδρος της Ελληνικής Αναισθησιολογικής Εταιρείας, Διευθύντρια ΕΣΥ στο νοσοκομείο Παίδων Αγλαΐα Κυριακού, κυρία Άννα Μαλισιώβα και εξηγεί πως διαμορφώνεται η εικόνα στη συγκεκριμένη ειδικότητα: «Οι προκηρύξεις είναι συνεχείς την τελευταία δεκαετία, αλλά χωρίς ιδιαίτερη ανταπόκριση. Η τελευταία προκήρυξη με την οποία μπήκαν μερικές δεκάδες αναισθησιολόγοι στο ΕΣΥ ήταν το καλοκαίρι του 2020.
Πλέον το πρόβλημα εντοπίζεται και στις θέσεις ειδικευομένων, καθώς από τις 340 είναι καλυμμένες περίπου οι μισές και δυσανάλογα. Σε μεγάλα νοσοκομεία υπάρχει αναμονή για ειδικότητα και σε νοσοκομεία της περιφέρειας οι θέσεις ειδικευομένων είναι ακάλυπτες. Όμως το μέλλον των χειρουργικών πράξεων είναι δυσοίωνο χωρίς επάρκεια αναισθησιολόγων». Τα κενά σε νοσοκομεία της περιφέρειας που αποκαλύφθηκαν λόγω της πανδημίας έχουν καλυφθεί με ιδιώτες αναισθησιολόγους οι οποίοι πραγματοποιούν 16ωρες εφημερίες με αμοιβή 250 ευρώ.
Ένας επιμελητής Β’ ή ειδικευόμενος στην Αναισθησιολογία πληρώνεται 1.500 ευρώ τον μήνα καθαρά και επιπλέον 400 για τις εφημερίες, ο διευθυντής 2.400 τον μήνα. Στον ιδιωτικό τομέα οι μισθοί είναι τριπλάσιοι, το ίδιο και στην Κύπρο την οποία επιλέγουν πολλοί Έλληνεςαναισθησιολόγοι ως επαγγελματική βάση. Με πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση χορηγήθηκε έκτακτο μηνιαίο επίδομα 400 ευρώ έως τα τέλη του 2022 στους Αναισθησιολόγους, το οποίο ενίσχυσε το εισόδημα και το…ηθικό τους και δυσαρέστησε γιατρούς άλλων ειδικοτήτων για την άνιση όπως θεωρήθηκε μεταχείριση.
«Το συγκεκριμένο επίδομα, πιθανόν να καθυστέρησε συναδέλφους που επιθυμούσαν να συνταξιοδοτηθούν πρόωρα. Αλλά δεν μπορεί να συγκρατήσει τη φυγή των νέων γιατρών» λέει η κυρία Μαλισιώβα. Η επιστημονική εταιρία των αναισθησιολόγων «επενδύει» για το μέλλον της ειδικότητας και της «παραγωγής» νέων γιατρών στα απογευματινά χειρουργεία στο ΕΣΥ. Μάλιστα, βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με το υπουργείο και επίκειται συνεργασία με άλλες εμπλεκόμενες επιστημονικές εταιρίες, όπως οι χειρουργοί.
«Θεωρούμε πως πρόκειται για μείζονα τομή στο ΕΣΥ. Μετά το μεσημέρι είναι ελεύθερες οι χειρουργικές αίθουσες, υπάρχει διαθέσιμο προσωπικό, μπορεί να διατηρηθούν οι δυνάμεις του ΕΣΥ εντός αυτού. Προφανώς δεν μπορεί να είναι μεγάλα χειρουργεία, αλλά μπορεί να είναι επεμβάσεις που θα αποφορτίσουν τις λίστες αναμονής στα νοσοκομεία και θα επαναδρομολογήσουν τους ασθενείς στο ΕΣΥ» λέει η ειδικός.
Μικρή η ζήτηση για τις θέσεις Πνευμονολογίας
Η ειδικότητα της Πνευμονολογίας-Φυματιολογίας είναι «επιταγμένη» σε όλη την επικράτεια από την πρώτη στιγμή της πανδημίας και οι πνευμονολόγοι εξακολουθούν να προσφέρουν συνεχώς τις ιατρικές υπηρεσίες τους στον πάσχοντα από κορωνοϊό από κάθε βαθμίδα παροχής υπηρεσιών υγείας, επισημαίνει η Πρόεδρος της Ένωσης Ελλήνων Πνευμονολόγων (ΕΠΝΕΛ), Επιμελήτρια Α΄ στο «ΣΩΤΗΡΙΑ», κυρία Σταματούλα Τσικρικά.
«Η προηγούμενη διετία ήταν πολύ δύσκολη για τους πνευμονολόγους είτε εργάζονταν στο ΕΣΥ είτε στον ιδιωτικό τομέα. Στις δημόσιες δομές, οι ώρες εργασίας στις κλινικές και τις ΜΕΘ covid, ξεπερνούσαν κατά πολύ το τυπικό ωράριο, οι συνάδελφοι ξέχασαν τις οικογένειες και την προσωπική ζωή τους, ενώ στη διάρκεια άσκησης του καθήκοντος βρέθηκαν αντιμέτωποι με αποκλίνουσες συμπεριφορές ασθενών, ακόμα και απειλητικές για τη σωματική τους ακεραιότητα. Αλλά και οι ιδιώτες πνευμονολόγοι, παρότι αναχαίτισαν τη μαζική ροή ασθενών στα νοσοκομεία, προσφέροντας τα μέγιστα στην προσπάθεια διασφάλισης της Δημόσιας Υγείας σε επίπεδο πρωτοβάθμιας περίθαλψης όλο αυτό το δύσκολο διάστημα, εισέπραξαν εντέλλεσθε και επιτάξεις» λέει στο ΘΕΜΑ η κυρία Τσικρικά.
Οι ελλείψεις στη συγκεκριμένη ειδικότητα κορμού αναδείχθηκαν ιδιαίτερα κατά τη διετία της πανδημίας. Η ζήτηση για τις θέσεις ειδικευομένων στην Πνευμονολογία είναι μικρή από τους νέους γιατρούς, καθώς όπως εξηγεί η κυρία Τσικρικά, «η συγκεκριμένη ειδικότητα έχει αυξημένες απαιτήσεις, αφορά και μεταδιδόμενα λοιμώδη νοσήματα, ενώ δεν αποφέρει υψηλές απολαβές.
Σε αυτά αν προστεθούν τα διαχρονικά προβλήματα των ιατρών του ΕΣΥ, δηλαδή η υπερεφημέρευση, οι επισφαλείς εφημερίες, η υποστελέχωση στα νοσοκομεία αλλά και η διαχρονική έλλειψη πνευμονολόγων στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, αντιλαμβάνεται κάποιος πώς πρέπει να αλλάξει η θεώρηση της πολιτείας απέναντι στο λειτούργημα του γιατρού, ώστε να αλλάξει και η οπτική των ίδιων των γιατρών» καταλήγει.