Υψηλές αυξήσεις στα παλιά ασφαλιστήρια υγείας προεξοφλεί η ετήσια ανατιμολόγησή τους βάσει του Εθνικού Δείκτη Υγείας (ΕΔΥ), που θα καταρτίζεται από το ΙΟΒΕ. Αυτό προβλέπει προεδρικό διάταγμα του υπουργείου Ανάπτυξης, που ορίζει επτά κριτήρια που θα συνθέτουν τον δείκτη για τις αυξήσεις στα μακροχρόνιας διάρκειας ασφαλιστήρια συμβόλαια υγείας, μεταξύ των οποίων το ύψος των αποζημιώσεων που καταβάλλουν κάθε χρόνο οι ασφαλιστικές εταιρείες, ο χρόνος έναρξης της ασφάλισης και η ηλικία του ασφαλισμένου. Με δεδομένο ότι το κόστος των αποζημιώσεων είναι υψηλό σε μεγάλες ηλικίες, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για υψηλές ετήσιες αυξήσεις, πέραν του 9%-10% που ήταν ο μέσος όρος της ετήσιας ανατιμολόγησης την προηγούμενη χρονιά για τα συγκεκριμένα συμβόλαια.
Το κόστος των αποζημιώσεων αυξανόταν έως και 10,4% ετησίως το διάστημα 2011-2018
Οι αυξήσεις στα παλιά συμβόλαια υγείας που έχουν ισόβια διάρκεια, με βάση συγκεκριμένους δείκτες που θα στηρίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα, έχουν προβλεφθεί σε ειδικό άρθρο στον νόμο για τη ρύθμιση των χρεών των ιδιωτών (νέος πτωχευτικός) που ψηφίστηκε το 2020. Η πρόβλεψη αυτή αποτελούσε πάγιο αίτημα της ασφαλιστικής αγοράς, που είχε αμφισβητήσει την αντικειμενικότητα του δείκτη υγείας της ΕΛΣΤΑΤ, ο οποίος εξαιτίας του ότι δεν λάμβανε υπόψη την άνοδο του κόστους των υπηρεσιών στα ιδιωτικά νοσηλευτήρια δεν επέτρεπε την αντικειμενική τιμολόγηση των συγκεκριμένων προγραμμάτων, παρά το γεγονός ότι το κόστος των αποζημιώσεων αυξανόταν έως και 10,4% ετησίως το διάστημα 2011-2018 και συνολικά κατά 52% την 8ετία. Συνέπεια αυτής της κατάστασης ήταν οι όποιες αυξήσεις επιχειρούσαν οι ασφαλιστικές εταιρείες μέχρι σήμερα, ακόμα και αν αυτές ήταν δικαιολογημένες από τα στοιχεία κόστους της ασφαλιστικής κάλυψης, να ακυρώνονται ουσιαστικά μέσα από μαζικές προσφυγές, πολλές από τις οποίες κατέληγαν σε υπαναχώρηση των ασφαλιστικών εταιρειών ή στην επιβολή υψηλών προστίμων στον κλάδο από τη Γενική Γραμματεία Καταναλωτή.
Η διάταξη που συμπεριλήφθηκε στον πτωχευτικό νόμο στόχευε στο να λύσει αυτό το χρόνιο πρόβλημα, συνδέοντας τις ετήσιες αυξήσεις στα συγκεκριμένα συμβόλαια με έναν αντικειμενικό δείκτη που θα καταρτίζει το ΙΟΒΕ, λαμβάνοντας υπόψη συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία προσδιορίστηκαν στο προεδρικό διάταγμα που δημοσιεύθηκε.
Τα κριτήρια αυτά είναι τα εξής:
- 1. H ηλικία των ασφαλισμένων και των αποζημιούμενων.
- 2. Οι ημερομηνίες ισχύος των αντίστοιχων ασφαλίσεων.
- 3. Οι ημερομηνίες αναγγελίας των περιστατικών για τα οποία καταβλήθηκε αποζημίωση.
- 4. Τα όρια κάλυψης που προβλέπονται από τα προγράμματα ασφάλισης, όπως και τα ποσά ενδεχόμενης συμμετοχής του ασφαλισμένου στο συνολικό κόστος.
- 5. Τα συνολικά ποσά που καταβλήθηκαν από την ασφαλιστική εταιρεία για κάθε περίπτωση αποζημίωσης. 6. Τα ποσά που οφείλονται αλλά δεν έχουν ακόμη καταβληθεί, δηλαδή οι εκκρεμείς αποζημιώσεις για κάθε περίπτωση αποζημίωσης.
- 7. Το χρονικό σημείο αναφοράς, δηλαδή η ημερομηνία κατά την οποία τα παραπάνω δεδομένα είχαν τις συγκεκριμένες τιμές.
Να σημειωθεί ότι η σχετική διάταξη παρέχει πρόσθετη ευελιξία στις ασφαλιστικές εταιρείες, καθώς προβλέπει ότι «σε περίπτωση που η αναπροσαρμογή βρίσκεται εκτός των ορίων των παραγόντων και δεικτών που προβλέπει η διάταξη, οι ασφαλιστικές εταιρείες οφείλουν να ενημερώνουν τους λήπτες της ασφάλισης για το ύψος της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων, παρέχοντας διευκρινίσεις για την απόκλιση από τα όρια των παραγόντων και των συγκεκριμένων δεικτών». Η ενημέρωση θα πρέπει να γίνεται από την ασφαλιστική εταιρεία εντός προθεσμίας 60 ημερών πριν από κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή. Αν η συμβατική ρήτρα για την αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων είναι ασφαλής ή ελλιπής ή αν έχει προβλεφθεί κατά τρόπο που δεν πληροί τις αρχές της διαφάνειας και της καταλληλότητας, επιτρέπεται η αναπροσαρμογή μόνο εάν ο ασφαλισμένος ενημερωθεί για κάθε επερχόμενη αναπροσαρμογή και τον τρόπο με τον οποίο αυτή υπολογίζεται εντός προθεσμίας τουλάχιστον 60 ημερών πριν από τη θέση σε ισχύ της επερχόμενης αναπροσαρμογής.