Η παραγωγή παραποιημένων και υποδειγμάτων προϊόντων πραγματοποιείται όλο και περισσότερο εντός των κρατών-μελών, όπως προκύπτει από μελέτη, η οποία εκπονήθηκε από κοινού από το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της ΕΕ, EUIPO και του οργανισμού επιβολής του νόμου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, EUROPOL.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του Οργανισμού Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας η μελέτη επιβεβαιώνει ότι τα εγκλήματα Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΔΙ) αποτελούν απειλή για την υγεία, την ασφάλεια των καταναλωτών και οικονομικά επιζήμια για όλους.
ΟΒΙ: Η υγειονομική κρίση
Ακόμη, όπως αναφέρει η ανακοίνωση σχετικά με τα ευρήματα της μελέτης, η διαδικτυακή και offline διανομή παραποιημένων και υποβαθμισμένες ποιοτικά αγαθών υπήρξε βασική εγκληματική δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η υγειονομική κρίση που προκλήθηκε από την COVID-19 ανάδειξε το γεγονός ότι οι εγκληματικές οργανώσεις δεν αναγνωρίζουν σύνορα και εκμεταλλεύονται την παραμικρή αδυναμία ή έλλειψη συντονισμού για να ενισχύσουν την επιρροή τους. Παρουσιάστηκαν νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες για τη διανομή παραποιημένων αγαθών, κυρίως σε ψηφιακές πλατφόρμες, με παραποιημένα προϊόντα που προσφέρονται μέσω πωλήσεων ζωντανής ροής, υπηρεσιών ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων, βίντεο και χρηματοδοτούμενης διαφήμισης στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης.
Η πειρατεία είναι πλέον σχεδόν αποκλειστικά ένα ψηφιακό έγκλημα, αν και ορισμένες παράνομες υπηρεσίες τηλεόρασης εξακολουθούν να χρησιμοποιούν φυσικά καταστήματα για να προσελκύσουν συνδρομητές.
ΟΒΙ: Οι εισαγωγές παραποιημένων και πειρατικών αγαθών το 2019 ανήλθαν σε 119 δισ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν το 5,8 % του συνόλου των αγαθών που εισέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)
Στο κείμενο της αξιολόγησης καταδεικνύεται πως ενώ τα περισσότερα παραποιημένα προϊόντα που διανέμονται στην ΕΕ παράγονται εκτός της ΕΕ, υπάρχουν ενδείξεις ότι η παραγωγή παραποιημένων και υποδειγμάτων προϊόντων πραγματοποιείται όλο και περισσότερο εντός των κρατών-μελών. Η συχνή κατάσχεση παραποιημένων υλικών συσκευασίας και ημικατεργασμένων προϊόντων στα σύνορα δείχνει σαφώς την παρουσία εγκαταστάσεων παραγωγής εντός της ΕΕ – ορισμένες για μερική συναρμολόγηση και άλλες που εκτελούν πλήρεις κύκλους παραγωγής.