Την εκτίμηση ότι η Ρωσία δε θα υποχωρήσει στον πόλεμο της Ουκρανίας εξέφρασε ο επίτιμος αρχηγός ΓΕΕΘΑ και πρώην υπουργός Άμυνας, Ευάγγελος Αποστολάκης. Μιλώντας στον ΣΚΑΪ ανέφερε ότι για να μπορέσει να γίνει μια σαφής πρόβλεψη για την εξέλιξη της κατάστασης, πρέπει να ξέρουμε ποιοι ήταν οι αντικειμενικοί στόχοι του Πούτιν. Αν ήθελε δηλαδή να κάνει μια επέμβαση και να δημιουργήσει πιέσεις για να αλλάξει η κυβέρνηση, υπολογίζοντας ότι πολύ γρήγορα θα υπαναχωρήσει.
«Είναι δύσκολο να σκεφτούμε ότι έκανε τόσο μεγάλος λάθος ο Πούτιν. Τις κυρώσεις που του επιβλήθηκαν κατά κάποιο τρόπο τις περίμενε. Δεν μπαίνει σε έναν πόλεμο αν δεν ξέρεις πώς θα τον τελειώσεις. Είναι δύσκολα τα πράγματα. Αν συνεχίσει έτσι, ο πόλεμος θα κρατήσει πάρα πολύ», δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Αποστολάκης.
Σημείωσε ότι ο Ρώσος πρόεδρος δε θέλει να χρησιμοποιήσει πολύ σκληρή στρατιωτική ισχύ και προσπαθεί να αποφύγει τις απώλειες αμάχων και πρόσθεσε ότι σε πρώτη φάση με τις επιχειρήσεις, όπως έχουν, «δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν έχει δυνατότητες να τις στηρίξει οικονομικά. Ωστόσο με τα οικονομικά μέτρα και τους περιορισμούς θα έχει πρόβλημα».
Ερωτηθείς αν υπάρχει περίπτωση ο πόλεμος να επεκταθεί, ο πρώην υπουργός Άμυνας απάντησε ότι «η συμμετοχή και η υποστήριξη στην Ουκρανία έχει αρχίσει να δημιουργεί αντιθέσεις που ενώ μπορεί να ξεκινήσουν με λεκτικές αντιπαραθέσεις, μπορεί και να σκληρύνουν. Δεν πιστεύω ότι με τα σημερινά δεδομένα θα βρεθούμε σε μια τέτοια κατάσταση. Από την άλλη, η επέμβαση δε βασίζεται σε λογικές ενέργειες», σημείωσε.
Επιπλέον, ο κ. Αποστολάκης έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις απειλές Πούτιν περί ενεργοποίησης πυρηνικών όπλων υπογραμμίζοντας ότι «όταν χρησιμοποιείται κάτι ως απειλή, όσο επιπόλαια και αν χρησιμοποιείται, πρέπει να το λαμβάνουμε υπόψη μας. Υπάρχει ένας κίνδυνος. Όταν βρεθεί ένας άνθρωπος που έχει ισχύ εγκλωβισμένος και δεν έχει διεξόδους, δεν ξέρουμε πού μπορεί να φτάσει».
Σχετικά με την αποστολή αμυντικού εξοπλισμού στην Ουκρανία, επισήμανε ότι τα όπλα δε βοηθούν σε κάτι και ότι είναι μια κίνηση που ρίχνει λάδι στη φωτιά. «Οι αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας και ειδικά του Δυτικού κόσμου θα πρέπει να είναι κάθετες, άμεσες και συντονισμένες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να βοηθηθεί η Ουκρανία να αντιμετωπίσει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Τι θέλουμε; Να συνεχίσει ο πόλεμος ρίχνοντας λάδι στη φωτιά ή να βρούμε τρόπους να τον φρενάρουμε και να υπάρξει αποκλιμάκωση; Δε συμφέρει κανέναν ο πόλεμος. Η αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας έπρεπε να γίνει. Τα όπλα δε βοηθούν σε κάτι και τη θεωρώ και μια κίνηση που ρίχνει λίγο λάδι στη φωτιά», τόνισε.
Ερωτηθείς αν η Ευρώπη θα ήταν δίπλα στην Ελλάδα σε περίπτωση επίθεσης από άλλη χώρα, εκτίμησε ότι είναι τέτοια η κατάσταση τέτοια που είδαμε να ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά της Ευρώπης. «Τι θα γίνει δεν ξέρουμε αλλά ελπίζουμε ότι αν χρειαστεί θα προκύψει. Ξεκίνησε μια νέα περίοδος. Φαίνεται σαν η Ευρώπη να ξύπνησε από λήθαργο», υπογράμμισε.
Συμπλήρωσε ότι στην περίπτωση της Ουκρανίας, έχει ευθύνη και η Ευρώπη, καθώς υπήρχε χρόνος να δοθούν λύσεις. «Ακόμα και η αντιμετώπιση της προηγούμενης κατάστασης με την προσάρτηση της Κριμαίας και η προσπάθεια να ενταχθεί η Ρωσία στην αρχιτεκτονική της ευρωπαϊκής ασφάλειας θα μπορούσε να είχε κλείσει και να μην την έχουμε απέναντι», επισήμανε.
Σχολιάζοντας τη στάση της Τουρκίας, σημείωσε ότι η εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία είναι πάρα πολύ μεγάλη, δεδομένου ότι οι εμπορικές συναλλαγές τους είναι τεράστιες.
Ως προς τις προκλητικές ενέργειες έναντι της Ελλάδας, ο κ. Αποστολάκης, τόνισε ότι η «Τουρκία δείχνει ότι δεν έχει συναίσθηση ούτε εικόνα ποιος είναι ο κόσμος και πώς εξελίσσονται τα πράγματα. Όμως η Τουρκία έχει τη μεγάλη εικόνα. Απλά εκμεταλλεύεται κάθε ευκαιρία που της δίνεται για να εμφανίσει τον αναθεωρητισμό που έχει σαν φιλοσοφία και να μας δείχνει συνέχεια τι θέλει από την περιοχή».
Μάλιστα, παρομοίασε τον Ερντογάν με τον Πούτιν, σημειώνοντας ότι επικαλείται την ίδια λογική ότι τα στρατιωτικοποιημένα νησιά απειλούν την ασφάλεια της Τουρκίας, αισθάνεται ότι είναι κοντά τους η απειλή και επικαλείται τη Συνθήκη της Λωζάνης και του Μοντρέ.