Καθυστέρηση στην αύξηση βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ αναμένουν οι επενδυτές λόγω της κατάστασης που επικρατεί στην Ουκρανία. Οι επενδυτές αναμένουν πως τα πρόσφατα γεγονότα στην Ανατολική Ευρώπη και ο πόλεμος στην Ουκρανία θα καθυστερήσει την αύξηση των βασικών επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Από τις χώρες της Δύσης στη Ρωσία και τα αντίποινα της Μόσχας, επηρεάζονται αρνητικά οι προοπτικές για την ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης γεγονός που αναμένεται να αλλάξει τον σχεδιασμό της ΕΚΤ.
Μέχρι πρότινος οι αγορές ανέμεναν δύο αυξήσεις των βασικών επιτοκίων της ευρωτράπεζας κατά 25 μονάδες βάσης εντός του 2022 (τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο), πλέον οι πρώτες αυξήσεις από την ΕΚΤ αναμένονται τον Ιανουάριο του 2023. Την περασμένη εβδομάδα, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας και μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, Ρόμπερτ Χόλζμαν, ανέφερε πως η σύγκρουση στην Ουκρανία ενδέχεται να καθυστερήσει την άρση των υποστηρικτικών μέτρων που έχει λάβει η ΕΚΤ από την αρχή της πανδημίας του κορονοϊού για τη στήριξη των επιχειρήσεων.
Άλλα μέλη του Δ.Σ. της ΕΚΤ, όπως ο κεντρικός τραπεζίτης της Ελλάδας, Γιάννης Στουρνάρας και ο Φινλανδός ομόλογος του, Όλι Ρεν, ανέφεραν πως ο πόλεμος στην Ουκρανία μπορεί να οδηγήσει σε στασιμοπληθωρισμό την Ευρωζώνη.
Οι επτά ρωσικές τράπεζες που οδηγούνται εκτός SWIFT
Η Ευρωπαϊκή Ένωση συζητά για τον αποκλεισμό επτά ρωσικών τραπεζών από το σύστημα χρηματοοικονομικών συναλλαγών SWIFT. Η λίστα είναι υποσύνολο του καταλόγου των τραπεζών οι οποίες αντιμετωπίζουν ήδη κυρώσεις από την Ε.Ε. και δεν περιλαμβάνει τη Sberbank ή την Gazprombank. Ο τελικός κατάλογος θα πρέπει να συμφωνηθεί έπειτα από συνομιλίες και με τις ΗΠΑ, σύμφωνα με άτομα που έχουν γνώση του ζητήματος.
Οι υπόλοιπες τράπεζες που βρίσκονται στη λίστα είναι οι Bank Otkritie, Novikombank, Promsvyazbank, Sovcombank και VEB.RF, βάσει της λίστας που επικαλείται το Bloomberg. Η απόφαση να αποκλειστούν ορισμένες ρωσικές τράπεζες από το σύστημα SWIFT, το οποίο χρησιμοποιείται για συναλλαγές αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων σε όλο τον κόσμο, ανακοινώθηκε το Σαββατοκύριακο μέσω κοινής δήλωση των ΗΠΑ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Καναδά.