Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1930 οι Ευρωπαίοι ηγέτες προτιμούσαν να κατευνάζουν τον Χίτλερ παρά να συμμαχήσουν με τον Στάλιν. Αποκορύφωμα της τακτικής αυτής, ήταν η υπογραφή της Συμφωνίας του Μονάχου (30 Σεπτεμβρίου 1938) με την οποία οι ηγέτες της Μεγάλης Βρετανίας ΝέβιλΤσάμπερλεν και της Γαλλίας Εντουάρ Νταλαντιέ συμφώνησαν με τους Χίτλερ και Μουσολίνι στην παραχώρηση της τσεχοσλοβακικής Σουδητίας, μιας περιοχής με γερμανόφωνο κυρίως πληθυσμό στη Γερμανία.
Η Τσεχοσλοβακία αναγκάστηκε να αποδεχθεί τη συμφωνία. Η ΕΣΣΔ αγνοήθηκε, παρά το γεγονός ότι τόσο αυτή όσο και η Γαλλία είχαν υπογράψει συμφωνίες αμοιβαίας βοήθειας με την Τσεχοσλοβακία. Ο Στάλιν θεώρησε το γεγονός αυτό ως περιθωριοποίηση και προσβολή, διέταξε δε τη συγκέντρωση στρατιωτικών μονάδων στα δυτικά σύνορα της ΕΣΣΔ σε μια κίνηση εντυπωσιασμού. Ωστόσο λίγες μέρες αργότερα το Πολίτμπιρο, αποφάσισε τη διάλυση των εφεδρικών μονάδων (330.000 στρατιώτες, 27.500 άλογα και 5.000 οχήματα) που είχαν κινητοποιηθεί με αφορμή τα γεγονότα της Τσεχοσλοβακίας. Ο Στάλιν με μια σειρά δηλώσεων καταφερόταν εναντίον της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας ενώ έδειχνε μια διάθεση προσέγγισης με τη Γερμανία. Ο Χίτλερ βέβαιος ότι δεν θα τον εμποδίσει κανένας κατέλαβε ολόκληρη την Τσεχοσλοβακία. Ο παγκόσμιος πόλεμος φαινόταν πλέον αναπόφευκτος.
Με αυτή την ονομασία είναι περισσότερο γνωστό το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης, που υπογράφτηκε στη Μόσχα στις 23 Αυγούστου 1939, ανάμεσα στον Υπουργό Εξωτερικών του Γ’ Ράιχ, Γιόακιμ φον Ρίμπεντροπ και τον σοβιετικό ομόλογό του, Βιάτσεσλαβ Μολότοφ. Παρέμεινε σε ισχύ έως τις 22 Ιουνίου 1941, όταν η Γερμανία το παραβίασε, εισβάλλοντας στη Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα. Η πρόσκαιρη αυτή σύγκλιση της Σοβιετικής Ένωσης με ένα ορκισμένο ιδεολογικό της εχθρό, την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, επικρίθηκε με δριμύτητα στη Δύση, ήταν όμως προϊόν ρεαλιστικής αντιμετώπισης από τον Στάλιν, που υπάκουε σε γεωπολιτικούς λόγους.
Ο Χίτλερ, εξασφαλίζοντας την ειρήνη στα ανατολικά, μπορούσε ανενόχλητος να προωθήσει τα σχέδιά του και να προχωρήσει σε επίθεση πρώτα κατά της Πολωνίας και μετά κατά της Γαλλίας και της Νορβηγίας
Στις αρχές τού 1939 ο Χίτλερ ήταν ήδη αποφασισμένος να εισβάλει στην Πολωνία και να την κατακτήσει. Η Πολωνία, από την πλευρά της, είχε εξασφαλίσει εγγυήσεις από τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία ότι θα την υποστήριζαν στρατιωτικά, αν δεχόταν επίθεση από τη Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά, ο Χίτλερ δεν μετέβαλε το σκοπό του: έπρεπε πρώτα να απαλλαγεί από το ενδεχόμενο αντίδρασης της Σοβιετικής Ένωσης σε μία εισβολή στο έδαφος του δυτικού της γείτονα.
Ο Στάλιν, από την πλευρά του, πίστευε ότι η χλιαρή αντιμετώπιση από τη Γαλλία και την Αγγλία της κατάληψης της Τσεχοσλοβακίας από τη χιτλερική Γερμανία, επιβεβαίωνε τους φόβους του ότι οι καπιταλιστικές δημοκρατίες έχουν αφήσει ελεύθερο το πεδίο στη Γερμανία προς τα ανατολικά, ενδεχομένως και για αντισοβιετικούς σκοπούς. Γι’ αυτό αποφάσισε να υιοθετήσει μία ρεαλιστική στάση και να εγκαταλείψει την πάγια θέση του έναντι των φασιστικών καθεστώτων της Ευρώπης.
Έτσι, ξεκίνησαν μυστικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση τον Απρίλιο του 1939, που οδήγησαν στην υπογραφή του Γερμανο-Σοβιετικού Συμφώνου στις 23 Αυγούστου στη Μόσχα. Το σύμφωνο, που υπεγράφη από τους υπουργούς των Εξωτερικών των δύο χωρών, Μολότοφ και φον Ρίμπεντροπ, απείχε πολύ από την έννοια μιας ιδεολογικής συμμαχίας και απλά ανταποκρινόταν στα γεωπολιτικά συμφέροντα των δύο χωρών. Ο Χίτλερ, εξασφαλίζοντας την ειρήνη στα ανατολικά, μπορούσε ανενόχλητος να προωθήσει τα σχέδιά του και να προχωρήσει σε επίθεση πρώτα κατά της Πολωνίας και μετά κατά της Γαλλίας και της Νορβηγίας. Και ο Στάλιν, από τη δική του πλευρά, θα μπορούσε να ησυχάσει από την προοπτική μιας άμεσης επίθεσης εκ μέρους της Γερμανίας και να επικεντρώσει την προσοχή του στην κατάκτηση μιας ευρείας λωρίδας που θα εξασφάλιζε τα δυτικά σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης.
Σε εφαρμογή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ανοίγοντας την αυλαία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Αυτό έγινε κατορθωτό μ’ ένα συμπληρωματικό μυστικό πρωτόκολλο στο σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, με το οποίο οι δύο συμβαλλόμενες χώρες προχώρησαν στο μοίρασμα της βορειοανατολικής Ευρώπης σε «σφαίρες συμφερόντων»: τη Γερμανική, που περιλάμβανε την Πολωνία μέχρι τον ποταμό Βιστούλα και τη Λιθουανία) και τη Σοβιετική (Φιλανδία, Εσθονία, Λετονία και η περιοχή της Βεσαραβίας). Με τη συναίνεση της χιτλερικής Γερμανίας, η Σοβιετική Ένωση πέτυχε την κατάργηση των εδαφικών συνόρων της, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί και επικυρωθεί εις βάρος της με τους όρους της ειρήνης του Μπρεστ – Λιτόφσκ μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας στις 3 Μαρτίου 1918.
Σε εφαρμογή του Συμφώνου Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, ο Χίτλερ επιτέθηκε στην Πολωνία την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ανοίγοντας την αυλαία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και ο Στάλιν με τη σειρά του λίγες ημέρες αργότερα, στις 17 Σεπτεμβρίου. Η λυκοφιλία μεταξύ των δύο ιδεολογικών εχθρών θα κρατήσει έως τις 22 Ιουνίου 1941, οπότε η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία θα επιτεθεί στην κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση, στο πλαίσιο της Επιχείρησης Μπαρμπαρόσα.
Η επίσημη προπαγάνδα, παρουσίαζε ότι οι ενέργειες αυτές γίνονταν για λογαριασμό του ουκρανικού και του λευκορωσικού λαού και χαρακτήριζε την εισβολή ως «πράξη απελευθέρωσης». Ωστόσο οι περιοχές που «απελευθερώθηκαν», μέσα σε ενάμιση χρόνο, υπέστησαν τις ίδιες βίαιες κοινωνικές επεμβάσεις που γίνονταν στην ΕΣΣΔ για περίπου δύο δεκαετίες.
Παράλληλα, το σοβιετικό καθεστώς, επιδίωκε να εξαφανίσει οποιαδήποτε δυνατότητα συντονισμένης αντισοβιετικής δράσης. Στις 5 Μαρτίου 1940, το Πολίτμπιρο αποφάσισε να θανατωθούν πολλές χιλιάδες Πολωνοί που κρατούνταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ή σε φυλακές στις δυτικές επαρχίες της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας. Επρόκειτο, κυρίως, για Πολωνούς, πρώην πλέον, κυβερνητικούς αξιωματούχος, αξιωματικούς του Στρατού και της Αστυνομίας, βιομήχανους, γαιοκτήμονες και διανοούμενος. Έτσι από τις αρχές Απριλίου ως τα τέλη Μαΐου του 1940, στη διαβόητη σφαγή του Κατίν, 21.857 άνθρωποι εκτελέστηκαν…
Στα τέλη Οκτωβρίου 1939 και αφού διευθετήθηκαν μερικά ζητήματα με τη Γερμανία σχετικά με τη διαίρεση της Πολωνίας, η σοβιετική ηγεσία εξανάγκασε την Εσθονία, τη Λετονία και τη Λιθουανία, να επιτρέψουν την εγκατάσταση σοβιετικών στρατευμάτων στην επικράτειά τους, συμπεριλαμβανομένων και των λιμανιών της Βαλτικής. Παρά τις αντιδράσεις των ηγετών των χωρών της Βαλτικής, ο Στάλιν και ο Μολότοφ, που ήταν ανένδοτοι, τους εκφόβιζαν με πόλεμο αν δεν δέχονταν όσα τους ζητούσαν.
Για τις τρεις χώρες της Βαλτικής, ο Στάλιν έλεγε στον Ντιμιτρόφ:
«Δεν είναι καλό να βιαζόμαστε!… Πρέπει να διαδοθούν κατάλληλα συνθήματα για το συγκεκριμένο στάδιο του πολέμου… Δεν θα προσπαθήσουμε να τις σοβιετικοποιήσουμε (ενν. τις βαλτικές χώρες). Θα το κάνουν μόνες τους όταν έρθει η ώρα!». Επόμενος στόχος του Στάλιν, ήταν η Φιλανδία, παλιά επαρχία της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που είχε αποκτήσει την ανεξαρτησία της απ’ αυτή, το 1917. Οι απαιτήσεις που προέβαλε ο Στάλιν απέναντι στη Φιλανδία, ήταν πολύ πιο σκληρές από τις αξιώσεις του από τις χώρες της Βαλτικής και οι Φιλανδοί τις απέρριψαν κατηγορηματικά. Ο Στάλιν αποφάσισε να χρησιμοποιήσει βία. Ο Κόκκινος Στρατός εισέβαλε στη Φιλανδία στα τέλη Νοεμβρίου 1939. Η Φιλανδία των 4 εκατομμυρίων και των 26 τανκς, αντιστάθηκε σθεναρά στην ΕΣΣΔ των 150 και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων και των 1.500 αρμάτων μάχης.
Ο «Χειμερινός Πόλεμος», τραβούσε σε μάκρος. Ο Στάλιν υποχρεώθηκε τον Μάρτιο του 1940 να υπογράψει ειρηνευτική συμφωνία με τη Φιλανδία, η οποία έχασε κάποια εδάφη και η οικονομία της σχεδόν καταστράφηκε, ωστόσο διατήρησε την ανεξαρτησία της. Οι Σοβιετικοί έχασαν 130.000 στρατιώτες (νεκροί και αγνοούμενοι), ενώ άλλοι 200.000 τραυματίστηκαν ή έπαθαν κρυοπαγήματα. Από την άλλη πλευρά, οι Φιλανδοί είχαν πολύ μικρότερες απώλειες: 23.000 νεκρούς και αγνοούμενους και 44.000 τραυματίες .Ο σοβιετοφιλανδικός πόλεμος κατέδειξε τις αδυναμίες της πολεμικής μηχανής της ΕΣΣΔ και, για πολλούς ιστορικούς, η σοβιετική αποτυχία, ήττα ουσιαστικά, στη Φιλανδία, ώθησε τον Χίτλερ να επισπεύσει την εισβολή του στην ΕΣΣΔ.
Μετά τον «Χειμερινό Πόλεμο», από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο του 1940, η Γερμανία κατέλαβε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, ενώ ανάγκασε τη Γαλλία να συνθηκολογήσει μέσα σε λίγες εβδομάδες. Η Ιταλία συντάχθηκε στο πλευρό της Γερμανίας.Τα βρετανικά στρατεύματα αποχώρησαν από την ηπειρωτική Ευρώπη, ενώ η συνθηκολόγηση της Γαλλίας μετέβαλε ριζικά την κατάσταση.
Το καλοκαίρι του 1940 η Λετονία, η Λιθουανία και η Εσθονία, όπως και η Βεσαραβία και η Μπουκοβίνα που «αφαιρέθηκαν» από τη Ρουμανία, ενσωματώθηκαν στην ΕΣΣΔ. Εκτός από τη «σοβιετικοποίηση» των περιοχών αυτών, ο Στάλιν δεν αμέλησε και το ξεκαθάρισμα των προσωπικών του διαφορών. Τον Αύγουστο του 1940, ένας πράκτορας της NKVD, που είχε εισχωρήσει στο στενό περιβάλλον του Τρότσκι, που βρισκόταν στο Μεξικό, τον σκότωσε με ορειβατική αξίνα, μετά από εντολή του Στάλιν. Ο Τρότσκι ήταν ο πιο ικανός, εύγλωττος και δραστήριος αντίπαλος του Στάλιν. Είναι άγνωστο αν ο Στάλιν ήθελε να εκδικηθεί τον άσπονδο εχθρό του ή ανησυχούσε μήπως οι τροτσκιστές συσπειρωθούν εντός της ΕΣΣΔ σε καιρό πολέμου και γι’ αυτό έδωσε την εντολή να δολοφονηθεί ο Τρότσκι. Πιθανότατα και οι δύο παράγοντες έπαιξαν τον ρόλο τους.
Στο μεταξύ, οι γερμανικές επιτυχίες, είχαν αρχίσει να οδηγούν σε σύγκρουση συμφερόντων με τη Σοβιετική Ένωση. Η Φιλανδία, η Νορβηγία, που καταλήφθηκε απ’ τους ναζί και τα Βαλκάνια, με βασικό σημείο αντιπαράθεσης τα πετρέλαια της Ρουμανίας, αποτελούσαν κύρια σημεία τριβής. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1940, υπογράφτηκε η Τριμερής Συνθήκη ανάμεσα στη Γερμανία, την Ιαπωνία και την Ιταλία, με την οποία οι τρεις χώρες συμφώνησαν να βοηθήσουν η μία την άλλη και να μοιράσουν μεταξύ τους τον κόσμο. Ο Στάλιν ανησύχησε ιδιαίτερα.
Τον Νοέμβριο του 1940, ο Χίτλερ κάλεσε τον Μολότοφ στο Βερολίνο. Πρότεινε την ένταξη της ΕΣΣΔ ως τέταρτου εταίρου στις δυνάμεις του Άξονα και επίσης τον ακριβή καθορισμό των περιοχών που θα βρίσκονται υπό σοβιετική σφαίρα επιρροής, μετά από διαπραγματεύσεις. Ο Στάλιν έθεσε μια σειρά από προϋποθέσεις για να ενταχθεί στην Τριμερή Συνθήκη ως τέταρτο μέλος.
Φαίνεται ωστόσο ότι δεν ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με την πρόταση του Χίτλερ, γιατί έβλεπε ότι δεν θ’ αργούσε η ώρα που η Γερμανία «θα χτυπούσε» την ΕΣΣΔ
Στις 25 Νοεμβρίου 1940, ο Στάλιν απάντησε στην πρόταση του Χίτλερ, δεν έλαβε όμως ποτέ ανταπάντηση από τον Φίρερ. Λίγο μετά την αναχώρηση του Μολότοφ από το Βερολίνο, η Ουγγαρία, η Ρουμανία και η Σλοβακία, εντάχθηκαν στη Συνθήκη των χωρών του Άξονα. Τον Μάρτιο του 1941, ακολούθησε η Βουλγαρία, χώρα την οποία ο Στάλιν επιθυμούσε διακαώς να εντάξει στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Τον Απρίλιο του 1941, η Γερμανία κατέλαβε τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα.
Από τον Δεκέμβριο του 1940, ο Χίτλερ είχε εγκρίνει τα σχέδια εισβολής, στην ΕΣΣΔ, τον Μάιο του 1941 («Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα»). Και εδώ όμως, η Ελλάδα έπαιξε σημαντικό ρόλο. Η Κρήτη, παρέμενε ελεύθερη. Ο Χίτλερ, φοβόταν ότι τα ρουμανικά διυλιστήρια, απ’ όπου θα προμηθευόταν τα καύσιμά του, βρίσκονταν εντός του βεληνεκούς των συμμαχικών βομβαρδιστικών , εφόσον αυτά εφορμούσαν απ’ τη Μεγαλόνησο.
Έτσι ήθελε πρώτα να κυριεύσει την Κρήτη και μετά να εκστρατεύσει στην ΕΣΣΔ. Η Μάχη της Κρήτης (Μάιος 1941), με την οποία θα ασχοληθούμε την ερχόμενη εβδομάδα, ήταν οδυνηρή για τους ναζί. Οι επίλεκτοι αλεξιπτωτιστές αποδεκατίστηκαν και τα γερμανικά στρατεύματα, είχαν σημαντικές απώλειες. Με μεγάλες δυσκολίες, η Κρήτη καταλήφθηκε την 1η Ιουνίου 1941. Η καθυστέρηση αυτή, μάλλον απροσδόκητη για τον Χίτλερ, μετέθεσε χρονικά την επίθεση των ναζί εναντίον της ΕΣΣΔ, η οποία ξεκίνησε τα χαράματα της 22ας Ιουνίου 1941. Η επίθεση του Χίτλερ εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, παρά τις αρχικές επιτυχίες των στρατευμάτων του, αποδείχθηκε, όπως είναι γνωστό, καταστροφική και αποτέλεσε την αρχή του τέλους για τις δυνάμεις του Άξονα…