Τυλιγμένη στον δικό της μύθο, η «Γιάλτα» συνιστά το σημείο μηδέν του μεταπολεμικού κόσμου: Πριν από αυτήν υπάρχει το χάος της ναζιστικής Γερμανίας. Μετά από αυτήν, ο κόσμος έτσι όπως τον οραματίστηκαν οι Τρεις Μεγάλοι, βασισμένοι στο συμφέρον της εποχής τους. Η Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στο σοβιετικό θέρετρο, στις 4-11 Φεβρουαρίου 1945.
Η προετοιμασία του, οι συσχετισμοί των δυνάμεων, τα αρχικά οράματα και οι ψυχροπολεμικές ψευδαισθήσεις ενός κόσμου που περνούσε από το Καθαρτήριο αναβιώνουν στο βιβλίο «Οκτώ μέρες στη Γιάλτα» (εκδ. Μεταίχμιο) της Αγγλίδας ιστορικού Νταϊάνα Πρέστον. Μαζί με αυτά και ο αντίκτυπος της Διάσκεψης που, κατά μία εκτίμηση, φτάνει ως τον 21ο αιώνα.
Η Αγγλίδα ιστορικός Νταϊάνα Πρέστον σε συνέντευξή της στα “Νέα” είχε μιλήσει για την ιστορική Διάσκεψη του 1945 και τις οκτώ ημέρες που άλλαξαν τον μεταπολεμικό κόσμο.
«Υπάρχουν ακόμη διαφωνίες σχετικά με το αν το κόστος του “χρυσόμαλλου δέρατος” της ειρήνης που πλήρωσαν οι δυτικοί ηγέτες ήταν υπερβολικό, και αν η σταθερότητα της Δυτικής Ευρώπης είχε ως αντίτιμο την απώλεια της ελευθερίας της Ανατολικής, και αν οι όροι που εξασφάλισε ο Στάλιν ως αντάλλαγμα για την είσοδο της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο με την Ιαπωνία ήταν υπερβολικά γενναιόδωροι, καθώς παρείχαν στον σοβιετικό κομμουνισμό ένα πάτημα στην Ανατολική Ασία, και συγκεκριμένα στην Κορεατική Χερσόνησο», σημειώνει η Πρέστον στην εισαγωγή της. «Άλλοι έχουν ισχυριστεί πως οι δυτικοί ηγέτες δεν ήταν σε θέση να επιτύχουν καλύτερους όρους, καθώς τα σοβιετικά στρατεύματα κρατούσαν ήδη υπό την κατοχή τους τεράστια τμήματα της Ανατολικής Ευρώπης, και συμπεραίνουν πως, ακόμα και αν αυτή η συνάντηση “σαγόνι με σαγόνι”, όπως θα την περιέγραφε ο Τσόρτσιλ, οδήγησε τελικά στον Ψυχρό Πόλεμο, απέφερε τουλάχιστον το τέλος ενός θερμού πολέμου που είχε κοστίσει τη ζωή σε περίπου 60 εκατομμύρια ανθρώπους και βοήθησε ώστε να αποφευχθεί άλλος ένας αμέσως μετά».
Σε ποιο βαθμό γνώριζαν ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ τα εγκλήματα του Στάλιν όταν τον συναντούσαν στη Γιάλτα και ως ποιο σημείο έπρεπε να κάνουν τα «στραβά μάτια»;
Ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ γνώριζαν σίγουρα τις ακρότητες του Στάλιν, από τη βίαιη κολεκτιβοποίηση των αγροτών ως τα πολιτικά πογκρόμ και τις δίκες – παρωδία, στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Στη Γιάλτα, ωστόσο, και οι δύο έπρεπε να συνεργαστούν με τον ηγέτη της ανερχόμενης υπερδύναμης για να συντρίψουν τον Χίτλερ.
Γιατί άφησαν εκτός Γιάλτας τον Σαρλ ντε Γκολ; Κατ’ αρχάς συμφώνησαν ομόφωνα να τον αφήσουν εκτός. Όλοι τους αντιπαθούσαν και δεν εμπιστεύονταν τον Γάλλο ηγέτη. Ο Τσόρτσιλ τον αποκαλούσε «σχεδόν ανυπόφορο», θεωρώντας τον στενόμυαλο, υπερφιλόδοξο και καταπιεστικό. Ο Ρούζβελτ ήταν πεπεισμένος ότι ο Ντε Γκολ αντιπαθούσε τους Αμερικανούς και τους Βρετανούς και «στην πρώτη ευκαιρία θα πρόδιδε και τους δύο». Ο Στάλιν απεχθανόταν τη Γαλλία επειδή παραδόθηκε στη ναζιστική Γερμανία το 1940 και απορούσε πώς ο Ντε Γκολ θα απαιτούσε ίσα δικαιώματα με τους άλλους Συμμάχους με μια θέση στο τραπέζι της Διάσκεψης. Ο ίδιος ο Ντε Γκολ ποτέ δεν συγχώρησε το γεγονός ότι δεν προσκλήθηκε. Η καχυποψία του γι’ αυτό που θεωρούσε αγγλοαμερικανική ηγεμονία αυξήθηκε. Αυτή άλλωστε οδήγησε στην απόσυρση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966 και στο απόλυτο βέτο το 1963, όπως και το 1967, για την είσοδο της Βρετανίας στην ΕΟΚ.
Τι πίστευε ο καθένας από τους τρεις όσον αφορά την «ενοχή» των Γερμανών για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το ναζιστικό έγκλημα;
Τα εγκλήματα της ναζιστικής Γερμανίας ήταν ξεκάθαρα την περίοδο της Γιάλτας. Αν και ο Ρούζβελτ δυσκολεύτηκε να πιστέψει τις πρώτες ιστορίες που άκουσε για το Ολοκαύτωμα το 1942, οι επόμενες αναφορές τον έπεισαν απολύτως. Ο Τσόρτσιλ χαρακτήρισε τις εκτελέσεις «πιθανότατα το μεγαλύτερο και φριχτότερο έγκλημα που διαπράχθηκε ποτέ», σοκαρισμένος απ’ το γεγονός ότι τις έκαναν «κατ’ όνομα πολιτισμένοι άνθρωποι». Το Άουσβιτς απελευθερώθηκε από τον Κόκκινο Στρατό δέκα ημέρες πριν από τη Διάσκεψη της Γιάλτας. Ο Στάλιν ήταν εξαιρετικά καχύποπτος για τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν εις βάρος πολιτών στις γερμανοκρατούμενες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Στη Γιάλτα αποκάλεσε τους Γερμανούς «αγρίους». Και ξεκίνησε έτσι μια συζήτηση των ηγετών – μάλλον ατελέσφορη – για το πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν τους εγκληματίες πολέμου.
Το πολύ ενδιαφέρον με τη Γιάλτα είναι ότι μόνο ένας ήταν ο κοινός στόχος που ένωσε τους τρεις ηγέτες: η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας και ο τερματισμός του πολέμου. Όσον αφορά άλλες επιδιώξεις, θα έλεγα ότι ο Στάλιν είχε την πιο καθαρή ματιά για το τι ήθελε στη Γιάλτα – πάνω απ’ όλα, τη δημιουργία κρατών-δορυφόρων πέριξ της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως αποκάλυψε στον υπουργό Εξωτερικών του, Μολότοφ, δεν σκόπευε να παραχωρήσει τίποτε στη Διάσκεψη, πράγμα που πέτυχε. Ο Ρούζβελτ και ο Τσόρτσιλ θεωρούσαν εξίσου ρεαλιστικές τις επιδιώξεις τους, και σε ορισμένα ζητήματα ήταν όντως. Ο Ρούζβελτ, για παράδειγμα, κέρδισε τη συμφωνία του Στάλιν για την πολυπόθητη ίδρυση ενός οργανισμού ηνωμένων εθνών και την είσοδο των Σοβιετικών στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας. Ο Τσόρτσιλ πέτυχε να διατηρήσει την ηγεμονεύουσα θέση της Βρετανίας και των αποικιών της, τουλάχιστον για το εγγύς μέλλον. Εκεί που απέτυχαν να προβλέψουν πόσο αδιάλλακτος μπορούσε να γίνει ο Στάλιν – και πέτυχαν τα λιγότερα – ήταν η περίπτωση της Ανατολικής Ευρώπης, όπου ο σοβιετικός ηγέτης τούς εμπόδισε και στην πραγματικότητα τους ξεγέλασε. Η Ανατολική Ευρώπη θα έπρεπε να περιμένει την ελευθερία περίπου πενήντα χρόνια.
Θα λέγατε ότι αυτό είναι το λάθος που διαπράχθηκε στη Γιάλτα;
Ο Στάλιν ήταν αποφασισμένος να εμποδίσει τις προσπάθειες των Δυτικών να εξασφαλίσουν δημοκρατία και αυτοπροσδιορισμό για τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης. Με τον Κόκκινο Στρατό να έχει καταλάβει τόσο πολλές περιοχές τής τελευταίας, ήξερε ότι βρισκόταν σε κυρίαρχη θέση και επρόκειτο απλώς να υποστεί ηθικές πιέσεις από την πλευρά των Δυτικών. Πίστευε απολύτως ότι «όποιος κατέχει μια περιοχή επιβάλλει και το δικό του σύστημα μέχρι το σημείο που επιτρέπει ο στρατός του». Ο στόχος του στη Γιάλτα ήταν να εξασφαλίσει τα δορυφορικά κράτη. Δεν σκόπευε, λοιπόν, να τους επιτρέψει να καθορίσουν το πολιτικό τους μέλλον. Αν και οι Ρούζβελτ και Τσόρτσιλ απέσπασαν την υπογραφή του, ύστερα από πολύωρες διαπραγματεύσεις, για τη Διακήρυξη της Απελευθερωμένης Ευρώπης – η οποία θεωρητικά εγγυόταν ελεύθερες και δίκαιες εκλογές στα ανατολικά εδάφη -, δεν μπορούσαν να την επιβάλουν πρακτικά, παρά μόνο αν πήγαιναν σε πόλεμο με τη Σοβιετική Ένωση, κάτι που ήταν αδιανόητο. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε, λοιπόν, όταν ο Στάλιν την παραβίασε εγκαθιστώντας, μόλις λίγες εβδομάδες μετά τη Διάσκεψη, σοβιετικό καθεστώς στη Ρουμανία.
Όσον αφορά το μέλλον της Πολωνίας – τα σύνορα και η κυβέρνησή της -, ήταν πιθανότατα το κρισιμότερο ζήτημα της Γιάλτας. Ξεχωριστά ενδιαφέρον για τον Τσόρτσιλ, ο οποίος πίστευε με πάθος ότι η Πολωνία ήταν ο λόγος εισόδου της Βρετανίας στον πόλεμο. Κι όμως, ο Ρούζβελτ κι εκείνος αποδέχθηκαν τελικά τα νέα σύνορα που επέβαλε ο Στάλιν και τον πυρήνα της νέας κυβέρνησης από πολωνούς υποστηρικτές της Σοβιετικής Ένωσης. Μετά τη Γιάλτα ο Τσόρτσιλ και ο Ρούζβελτ υποστήριζαν ότι πέτυχαν το καλύτερο δυνατό για την Πολωνία. Ωστόσο, οι Πολωνοί της Βρετανίας – έδρα της εξόριστης κυβέρνησης – και των ΗΠΑ αισθάνθηκαν προδομένοι. Πολλοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι και μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης συμφώνησαν μαζί τους.
Ο ηγέτης που επιδεικνύει τη μεγαλύτερη κινητικότητα είναι ο Τσόρτσιλ ταξιδεύοντας οπουδήποτε χρειαστεί. Ποιος είναι ο στόχος του εκείνη την περίοδο; Να ανασχέσει την πτώση της αυτοκρατορίας;
Ο Τσόρτσιλ ταξίδεψε όντως πολύ κατά τη διάρκεια του πολέμου για άνθρωπο της ηλικίας του (σ.σ.: 71 ετών το 1945) και για άνθρωπο με όχι τόσο καλή υγεία. Συναντούσε αρκετά συχνά στις ΗΠΑ τον Ρούζβελτ – τον οποίο «πολιορκούσε» επιμελώς πριν και μετά την είσοδο στον πόλεμο – και ήταν ο πρώτος που συνάντησε τον Στάλιν ταξιδεύοντας ως τη Μόσχα. Ο πρωταρχικός του στόχος στο χτίσιμο των συμμαχιών ήταν να διασφαλίσει την ηγεμονική θέση της Βρετανίας. Θεωρούσε ότι η πατρίδα του εξασθενούσε ήδη ανάμεσα στις δύο ανερχόμενες δυνάμεις, οι οποίες θα κυριαρχούσαν στον μεταπολεμικό κόσμο. Συνακόλουθο της αποφασιστικότητάς του να διατηρηθεί αυτή η θέση ήταν η επιθυμία του να κρατήσει όρθια τη Βρετανική Αυτοκρατορία, πράγμα που σήμαινε να προστατεύσει τη θαλάσσια δίοδο προς τα ανατολικά μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Ήταν, λοιπόν, αποφασισμένος να αφήσει την ανατολική Μεσόγειο εκτός σοβιετικού ελέγχου και να μην αναλάβουν οι κομμουνιστές την εξουσία στην Ελλάδα.
Πηγή: Τα Νέα