Σοκ έχει προκαλέσει στα Δωδεκάνησα η αυτοκτονία ενός πατέρα μετά την διαρροή ερωτικού βίντεο του γιου του με άλλον άνδρα. Όταν το βίντεο δημοσιεύτηκε πολλοί στη μικρή, τοπική κοινωνία σχολίαζαν, ειρωνεύονταν και περιγελούσαν ακόμα και σε χώρους δημόσιων συναντήσεων όπως τα καφενεία.
Ο 60χρονος άνδρας βρέθηκε νεκρός από κυνηγετικό όπλο, το μεσημέρι της Τρίτης, και τα πρώτα στοιχεία που ανέλυσαν οι τοπικές αστυνομικές αρχές «δείχνουν» το σενάριο της αυτοκτονίας. Οι διωκτικές αρχές του νησιού συνεχίζουν τις έρευνες και για την υπόθεση έχει ενημερωθεί ο αρμόδιος εισαγγελέας.
Η ανάρτηση
Η είδηση προκάλεσε βαθιά αίσθηση στην δημόσια σφαίρα και το ζήτημα απασχόλησε Έλληνες ψυχολόγους, συγγραφείς και άλλα δημόσια πρόσωπα στα social media. Η ψυχολόγος, ψυχοθεραπεύτρια και συνιδρύτρια της οργάνωσης Orlando LBTQ+ Έλενα-Όλγα Χρηστίδη έγραψε σχετικά:
«Πολλά νέα άτομα φοβούνται να κάνουν coming out για να μην πάθουν κάτι οι γονείς τους (ειδικά μάλιστα, συχνότερα, ο πατέρας). Πολλές φορές τέτοιοι φόβοι ανακυκλώνονται ως επιχειρήματα εκβιαστικά, π.χ. “μην το πεις στον πατέρα σου, έχει την καρδιά του, θα πάθει κάτι και θα φταις.”
Και πολύ συχνά άκουγα συμμάχους, φίλους ή και συναδέλφους ψυχολόγους να διαβεβαιώνουν τα νέα άτομα για να τα ενδυναμώσουν “κανένας γονιός δεν πέθανε από coming out ή από την ομοφοβία του”.
Και έλεγα, και λέω, μην τα λέμε αυτά.
Αρκετοί γονείς αρρωσταίνουν, ανεβάζουν πίεση, παθαίνουν ελαφριές κρίσεις ή εμφράγματα.
Και κάποιοι, λίγοι αλλά υπαρκτοί, πεθαίνουν. Μπορεί όχι αμέσως αλλά λίγο αργότερα.
Μπορεί όχι με τρόπο που να συνδέεται γραμμικά με την αποκάλυψη της ταυτότητας του παιδιού τους, αλλά με κάποιον έμμεσο τρόπο ή με επιβάρυνση της υγείας τους από ψυχοπιεστικά αίτια.
Κι άλλωστε, υπάρχουν πολλοί θάνατοι.
Κάποιοι πεθαίνουν βιολογικά, κάποιοι μεταφορικά (“για μένα είσαι νεκρός” ή “αν δεν κάνω σαν να πέθανες δεν θα ζω”), κάποιοι μένουν εκεί ως σύμβολα, να τους φροντίζουμε και να διατηρούμε την εικόνα τους όσο μπορούμε, να ξεσκονίζουμε το προφίλ τους και τις αναμνήσεις μας για να αποφύγουμε το αίσθημα εγκατάλειψης.
Μην λέμε ότι δεν πεθαίνουν. Να λέμε όμως από τι πεθαίνουν. Από ομοφοβία κολλητική και κυρίαρχη, γύρω τους και μέσα τους.
Να λέμε μόνο “Κι αν πεθάνουν, δε θα φταις εσύ. Ποτέ”.
Κι όλα αυτά επομένως, αντί να λειτουργούν ως ανάχωμα στο coming out (πόσο μάλλον στην ντροπή και την παραβίαση ενός βίαιου outing) ή ως ενοχικό βαρίδι για τα λοατκι+ άτομα, ως εκβιασμός ή τύψεις, θα πρέπει να τα βλέπουμε ως αυτό που είναι:
Η συνέπεια της ομοφοβίας, διαβρωτική και ικανή να χωρέσει σε κάθε χαραμάδα.
Κάποιοι ντρέπονται τόσο που γίνονται κι εκείνοι θύματα της ομοφοβίας και της πατριαρχίας που τους κυνηγά και τους επιτίθεται, στο σπίτι, στο καφενείο, στη ζωή.
Και είναι αυτό κάτι τόσο δυσάρεστο, τόσο επίπονο και τόσο επιτακτικό μαζί. Τόσο άδικο για αυτόν που πεθαίνει αλλά και για αυτόν που μένει πίσω και νομίζει ότι τον σκότωσε, ενώ τον σημαδεύει το ίδιο όπλο.
Ένα κυνήγι ενοχών και τραύματος, που τα παίρνουμε και τα πετάμε ο ένας στον άλλο σαν φλεγόμενη μπάλα. Αυτό είναι η ομοφοβία.
Η ενοχή. Ένα τραγούδι “να δούμε ποιος θα φαγωθεί” και ένα μέτρημα για το πόσοι είμαστε ακόμα εδώ, ολόκληροι.
Μέχρι να εγγραφεί στον κοινωνικό δεσμό κάτι από το “αφύσικο” με τρόπο που να μη θυμίζει πια τιμωρία.
ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ.»