Στην επιστολή του, δηλώνει «βαθιά πληγωμένος» για το γεγονός ότι η «παράβλεψη» για την παρουσία του στη συνάντηση χρησιμοποιήθηκε για να «δημιουργήσει αμφιβολίες για την ειλικρίνειά μου, ακόμη και για να χαρακτηριστώ ψεύτης». Συμπλήρωσε ότι ενθαρρύνθηκε από τις επιστολές και τις κινήσεις υποστήριξης που έχει δεχθεί, μεταξύ άλλων και από τον διάδοχό του. «Είμαι ιδιαίτερα ευγνώμων για την εμπιστοσύνη, την υποστήριξη και την προσευχή που ο πάπας Φραγκίσκος προσωπικά μου εξέφρασε», έγραψε.
Ο Βενέδικτος συνέχισε με μία «εξομολόγηση», όπως έγραψε. Σημείωσε ότι κάθε ημέρα η θεία λειτουργία ξεκινά «με την εξομολόγηση των αμαρτιών μας και το αίτημα για συγχώρεση». Ζητάμε, συνέχισε, από τον Θεό «να συγχωρήσει τα λάθη μας, ακόμη και τα πιο σοβαρά. Είναι ξεκάθαρο για μένα ότι οι λέξεις “πιο σοβαρά” δεν έχουν την ίδια έννοια κάθε ημέρα και για κάθε πρόσωπο. Όμως, κάθε ημέρα με κάνουν να αναρωτιέμαι αν σήμερα πρέπει να μιλήσω για ένα πολύ σοβαρό λάθος», έγραψε.
«Για άλλη μία φορά μπορώ μόνο να εκφράσω σε όλα τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τη βαθιά ντροπή μου, τη βαθιά λύπη μου και το ειλικρινές αίτημα μου για συγχώρεση»
Σε όλες τις συναντήσεις του, συνέχισε, με θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από ιερείς «έχω δει από πρώτο χέρι τις συνέπειες ενός πολύ σοβαρού σφάλματος. Και έχω καταλάβει ότι εμπλεκόμαστε σε αυτό το σοβαρό λάθος, όποτε το παραμελούμε ή αποτυγχάνουμε να το αντιμετωπίσουμε με την απαραίτητη αποφασιστικότητα και υπευθυνότητα, όπως πολύ συχνά συνέβαινε και συνεχίζει να συμβαίνει».
Όπως σε εκείνες τις συναντήσεις, συνέχισε, «για άλλη μία φορά μπορώ μόνο να εκφράσω σε όλα τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης τη βαθιά ντροπή μου, τη βαθιά λύπη μου και το ειλικρινές αίτημά μου για συγχώρεση».
Από την πλευρά τους, οι δικηγόροι του ισχυρίζονται ότι ως αρχιεπίσκοπος Μονάχου, ο Βενέδικτος «δεν ενεπλάκη σε όποια συγκάλυψη πράξεων κακοποίησης». Παράλληλα, επικρίνουν τους συντάκτες της έκθεσης, μεταξύ άλλων αναφέροντας ότι δεν παρείχαν αποδείξεις πως ο Βενέδικτος ήξερε για το ποινικό ιστορικό όποιου από τους τέσσερις ιερείς.
Οι δύο από τις περιπτώσεις για τις οποίες καταλογίζονται ευθύνες στον Βενέδικτο αφορούν ιερείς που τιμωρήθηκαν από τη γερμανική δικαιοσύνη, αλλά παρέμειναν στον πόστο τους. Ο τρίτος είχε καταδικαστεί σε δικαστήριο εκτός Γερμανίας, αλλά ανέλαβε καθήκοντα στο Μόναχο. Ο τέταρτος ήταν καταδικασμένος παιδόφιλος που του επετράπη να πάρει μετάθεση στο Μόναχο το 1980. Έξι χρόνια αργότερα, καταδικάστηκε σε ποινή με αναστολή για την κακοποίηση αγοριού.