Η ενεργειακή κρίση η οποία σαρώνει κυρίως την Ευρώπη με αποτέλεσμα την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους δεν είναι κάτι παροδικό, ούτε πρόκειται να αφήσει ανεπηρέαστο το πολιτικό πεδίο.
Η κατάσταση όπως διαμορφώνεται δεν είναι κοινωνικά βιώσιμη και επίσης δεν είναι διαχειρίσιμη από την αγορά. Αφενός πλήττει πολλαπλώς όλα τα νοικοκυριά τα οποία είναι υποχρεωμένα να διαθέσουν τριπλάσιο ή και μεγαλύτερο μέρος το εισοδήματός τους από αυτό που διέθεταν μέχρι πρότινος για τους λογαριασμούς ηλεκτρικού.
Επιπλέον η ακρίβεια σε πάσης φύσεως αγαθά και εμπορεύματα ως αποτέλεσμα του αυξημένου κόστους παραγωγής επίσης θα τους απορροφήσει μεγαλύτερο τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματος. Εν ολίγοις επίκειται (ήδη άρχισε) νέο κύμα φτωχοποίησης.
Αφετέρου πλήττεται η αγορά σε κάθε επίπεδο και σε κάθε στάδιο της παραγωγής. Από τη βιομηχανική/ βιοτεχνική μονάδα παραγωγής ή το χωράφι, μέχρι το ράφι. Δεν υπάρχει τομέας ο οποίος να μένει στο απυρόβλητο από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, με συνέπεια κάποια προϊόντα να μην είναι δυνατόν να παραχθούν λόγω κόστους και αυτά που θα παράγονται θα αγοράζονται πιο δύσκολα, σε μικρότερες ποσότητες, από λιγότερους καταναλωτές.
Οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις από μία τέτοια κατάσταση είναι προφανείς. Είναι συνθήκη ικανή για πρόκληση ευρύτερης κρίσης η οποία θα κλονίσει τα πολιτικά συστήματα σε όλες τις χώρες, της δικής μας συμπεριλαμβανομένης. Σημαντικά τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών που θα αδυνατούν να ζεσταθούν και να εξασφαλίσουν τα βασικά προς το ζην, εύλογο είναι να αντιδράσουν. Δεν έχει σημασία αν θα φταίει ή όχι η κυβέρνησή τους, αυτή θα είναι ο αποδέκτης της δυσαρέσκειας. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Οι κυβερνήσεις πανευρωπαϊκά παραδέχονται ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να ελέγξουν την εκτόξευση του κόστους διότι δεν ελέγχουν τους παράγοντες πρόκλησής της και ότι αυτό που συμβαίνει θα συνεχιστεί για τουλάχιστον μία διετία.
Μία διετία (στο καλό σενάριο) με δυσκολία ή αδυναμία θέρμανσης και με επιβίωση υπό επιδεινούμενες συνθήκες, στις οποίες προστίθενται και οι κακουχίες της πανδημίας με τις δικές της οικονομικές επιπτώσεις, δεν είναι κάτι που θα περάσει δίχως ισχυρές αναταράξεις. Μια ματιά στο γαλλικό προεκλογικό τοπίο δίνει μία μικρή ιδέα.
Πέραν των άλλων παραγόντων θα πρέπει να επισημανθεί η απερίσκεπτη ( αν καλοπροαίρετα υποθέσουμε ότι πρόκειται για απλή ανοησία και όχι για κάτι άλλο) μονομανία της ΕΕ για την άρον-άρον μετάβαση στην πράσινη ενέργεια χωρίς σχεδιασμό για την ενδιάμεση περίοδο.
Σε μία μορφή ενέργειας οι τεχνολογίες της οποίας δεν έχουν ακόμα ωριμάσει και δεν επαρκούν για να καλύψουν ούτε κλάσμα των ενεργειακών αναγκών. Η βιασύνη να εγκαταλειφθεί ακόμα και το φυσικό αέριο οδήγησε (μαζί με άλλους παράγοντες) σε ενεργειακό κενό που με τη σειρά του οδηγεί σε ενεργειακή φτώχεια.
Η συνειδητοποίηση των κρατών ότι ωθήθηκαν σε άλμα στο κενό οδήγησε το καθένα να καλύψει το κενό όπως μπορεί, από την επαναλειτουργία λιγνιτικών μονάδων και την επέκταση κατά αρκετά έτη της χρήσης λιγνίτη μέχρι την επαναφορά του…μαζούτ και την επανένταξη πυρηνικών εργοστασίων στο σύστημα. Επισημαίνεται ότι προ μηνών η Αυστρία σε σχετικές εκθέσεις προειδοποιούσε για επερχόμενο ευρωπαϊκό blackout.
Υπό την πίεση της πραγματικότητας η Κομισιόν υποχρεώθηκε να αναθεωρήσει την πρασινο-ταλιμπανική στάση της και να συμπεριλάβει το φυσικό αέριο και την πυρηνική ενέργεια στις πράσινες μορφές.
Τώρα που η κρίση έσπασε το πράσινο bullying και τα πράγματα επανατοποθετούνται σε πιο ορθολογική βάση, πυκνώνουν οι μελέτες που δείχνουν ότι το φυσικό αέριο ως απαραίτητο μεταβατικό ή κύριο καύσιμο για τις επόμενες πολλές δεκαετίες.
Και στην Ελλάδα συνειδητοποιούν κάποιοι πόσο μας στοιχίζει οικονομικά και γεωπολιτικά να είμαστε η μοναδική χώρα στη Μεσόγειο που δεν αξιοποιεί τα κοιτάσματα της, υπό την πίεση των τουρκικών απειλών και της πράσινης πρεμούρας που στη δική μας περίπτωση δεν αποκλείεται κάπου να συναντιούνται.