Καθοριστικά καθώς λένε, είναι τα πρώτα χρόνια μετά τον θάνατο ενός ποιητή. Καθοριστικά για τη μάχη του με τον χρόνο. Τον μόνο αντίπαλο. Τότε είναι που το αποτύπωμα και το έργο του, θα κριθούν για το εάν και πώς θα περάσει στις νεότερες γενιές, τότε θα διαπιστωθεί αν έχει ακόμη τη δύναμη να συγκινήσει και να εμπνεύσει, τότε θα αποφασιστεί αν μπορεί να επιβιώσει σε μιαν εποχή που κινείται κάτω από έναν εντελώς διαφορετικό αστερισμό.
Από τον θάνατο του Τάσου Λειβαδίτη το 1988, μας χωρίζει πια, ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ φέτος συμπληρώνεται εκατονταετία από τη γέννησή του.
“Μια μέρα θέλω να γράψουν στον τάφο μου: Έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σ’ ένα αβέβαιο όνειρο”, είχε γράψει, Ένα μόνο από τα πολλά και όλα αθάνατα, που ο Τάσος Λειβαδίτης έχει γράψει.
Να θυμίσουμε μερικά από τα πιο αγαπημένα ποιητικά του βιβλία; «Μάχη στην άκρη της νύχτας» (1952), «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» (1952), «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» (1953), «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια» (1958), «Νυχτερινός επισκέπτης» (1972), «Ο διάβολος με το κηροπήγιο» (1975), «Βιολί για μονόχειρα» (1976), «Εγχειρίδιο ευθανασίας» (1979), «Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983), «Βιολέτες για μια εποχή»(1985), «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» (1987), «Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου» (1990).
Μνημονεύοντας τον Λειβαδίτη με την αφορμή την εκατονταετία από τη γέννησή του, εκείνο που διαπιστώνουμε σχεδόν αμέσως, όπως σχολιάζει το Αθηναϊκό Πρακτορείο, πως ο αγαπημένος ποιητής της μεταπολεμικής Αριστεράς διανύει στην εποχή μας μια καινούργια περίοδο ανθοφορίας.
Οι νέοι, (απλοί αναγνώστες, αλλά και ποιητές), ψάχνουν τον Λειβαδίτη ξανά και από την αρχή, επιλογές ποιημάτων του κάνουν την εμφάνισή τους σε ποικίλες ηλεκτρονικές διευθύνσεις, άρθρα στον ημερήσιο Τύπο και στα λογοτεχνικά περιοδικά έρχονται να υπενθυμίσουν τους βασικούς σταθμούς της πορείας του ενώ φιλολογικές μελέτες επιχειρούν να ερμηνεύσουν με ένα σαφώς ανανεωμένο βλέμμα το έργο του.
Πώς κατάφερε ο Λειβαδίτης, που πρώτα ύμνησε σε διθυραμβικούς τόνους τα πολιτικά και κοινωνικά ιδεώδη της Αριστεράς κι ύστερα πένθησε πικρά για την καταρράκωσή τους, να αρθεί πάνω από τις περιστάσεις και τους περιορισμούς του καιρού του; Να έχει άραγε σχέση αυτή η υπέρβαση με το γεγονός πως μολονότι ασπάστηκε με ιερή προσήλωση τα αγωνιστικά ιδανικά, δεν έκρυψε ούτε κατ’ ελάχιστον τον άγριο σπαραγμό του για την ήττα της επανάστασης;
Να εξαρτάται από το ότι η ανάγκη για μιαν επαναστατική διέξοδο, για ένα απελευθερωτικό φρόνημα πέρα από τα εσκαμμένα, δεν σβήνει ποτέ από την καρδιά; Ή μήπως, πάλι, θα πρέπει να βάλουμε στην άκρη τους επαναστατικούς αγώνες (και μαζί τις νίκες και τις απώλειές τους) και να διαβάσουμε την ποίηση του Λειβαδίτη ως ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο, που μαγεύει ακριβώς επειδή κατορθώνει να αποφύγει την οποιαδήποτε μηχανική αντίθεση;
Η πραγματικότητα βρίσκεται κατά πάσα πιθανότητα κάπου στη μέση. Ουδείς θα ήταν πρόθυμος να ενστερνιστεί το επαναστατικό πνεύμα, στα χρόνια μας ή σε άλλες εποχές, αν ο λόγος του Λειβαδίτη δεν συγκλονιζόταν από ένα έντονο υπαρξιακό ρίγος: το ρίγος που διακρίνουμε ήδη από τους πρώτους, νεανικούς του στίχους, αλλά το οποίο θα αποκτήσει πλήρη ισχύ μόνο μετά τον «Νυχτερινό επισκέπτη»:
Ζούσε την τελευταία του ώρα. Στο σταθμό, νύχτα, περίμενε το τρένο, που θα ᾿πεφτε μπροστά του να τελειώνει.
‘Άξαφνα, από μια παλιά ξεχασμένη παρόρμηση ανέβηκε στη γραμμή να περπατήσει, όπως άλλοτε, που ήταν ένα αιώνιο παιδί. Τότε, μ᾿ έκπληξη, είδε τη μικρή πεθαμένη εξαδέλφη να περπατάει στην άλλη γραμμή, απλώνοντάς του το χέρι, για να κρατηθούν πιο στέρεα, πάνω απ’ τ’ όνειρο.
Περπάτησαν ώρα, χαμογελώντας ο ένας στον άλλον, κι ‘όταν πέρασε τυφλό το τρένο, βουίζοντας, τα δυο παιδιά χειροπιασμένα συνέχιζαν να προχωράνε πάνω στις ράγες.
…ενώ το πτώμα ενός άντρα κείτονταν πιο εκεί.