Η γαλλική εταιρεία ενέργειας TotalEnergies και ο αμερικανικό κολοσσός Chevron ανακοίνωσαν χθες Παρασκευή ότι αποχωρούν από τη Μιανμάρ, όπου συμμετείχαν στην εκμετάλλευση του κοιτάσματος φυσικού αερίου Γιαντάνα, ένα μόνιμο αίτημα των μη κυβερνητικών οργανώσεων προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μετά το πραξικόπημα.
Ένα χρόνο μετά το πραξικόπημα της 1ης Φεβρουαρίου στη Μιανμάρ, που ανέτρεψε την κυβέρνηση της Αούνγκ Σαν Σου Τσι και έβαλε τέλος στη δεκαετή δημοκρατική παρένθεση, η χώρα παραμένει βυθισμένη στο χάος.
Όμως οι ξένες εταιρείες που έχουν εγκαταλείψει τη Μιανμάρ είναι λίγες, παρά τις εκκλήσεις των ΜΚΟ λόγω της αιματηρής καταστολής των διαδηλώσεων κατά του πραξικοπήματος και παρά τις προειδοποιήσεις των αναλυτών ότι το περιβάλλον στη χώρα είναι «τοξικό» για τις επενδύσεις.
«Το πλαίσιο που δεν σταματά να επιδεινώνεται στη Μιανμάρ σε ό,τι αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα (…) μας οδήγησε να επανεξετάσουμε την κατάσταση και δεν επιτρέπει πλέον στην TotalEnergie να έχει μια επαρκή, θετική συνεισφορά στη χώρα αυτή», εξήγησε η γαλλική εταιρεία ενέργειας σε ανακοίνωσή της.
Η Chevron από την πλευρά της ανέφερε: «Δεδομένων των καταστάσεων επανεξετάσαμε το ενδιαφέρον μας στο κοίτασμα φυσικού αερίου Γιαντάνα προκειμένου να διευκολύνουμε μια σχεδιασμένη και τακτική μετάβαση η οποία θα οδηγήσει στην έξοδό μας από τη χώρα».
Η TotalEnergie δραστηριοποιείται στη Μιανμάρ από το 1992 και προσφέρει εργασία σε 200 ανθρώπους.
«Η διακοπή των οικονομικών εσόδων της χούντας είναι πρωτίστης σημασίας για να καταστρέψουμε το καθεστώς. Και άλλες εταιρείες πρέπει να ακολουθήσουν το παράδειγμα της Total», σχολίασε η υπουργός Γυναικών και Νεότητας της ανατραπείσας κυβέρνησης της Μιανμάρ.
Σύμφωνα με δημοσίευμα του ΑΠΕ, κάποιες ξένες εταιρείες έχουν ήδη αποχωρήσει από τη χώρα, όπως η νορβηγική εταιρεία τηλεπικοινωνιών Telenor και η γαλλική εταιρεία ανανεώσιμων πηγών ενέργειας Voltalia. Άλλες όπως η EDF έχουν αναστείλει τις δραστηριότητές τους ή, όπως η H&M Benetton, τις παραγγελίες τους.