Στο τέλος του 19ου αιώνος, η περιοχή του Νέου Φαλήρου είχε μετατραπεί σε κοσμική πόλη με εντυπωσιακά ξενοδοχεία και λαμπερά καταστήματα. Ακριβώς την ίδια περίοδο, στην άλλη άκρη του Αιγαίου πελάγους, συγκεκριμένα στο κοσμοπολίτικο Αϊβαλί, οι εύποροι Έλληνες δημιούργησαν και αυτοί μια πόλη κόσμημα και την ονόμασαν και εκείνοι Νέο Φάληρο, εκείνη ακριβώς την στιγμή συναντούμε τον μικρό Ανδρέα Ζέππο…
Ο Ανδρέας Ζέππος γεννήθηκε στις 10 Φεβρουαρίου 1914. Ο πατέρας του Στράτος, ήταν έμπορος, αλλά μια μέρα των ημερών ήρθαν οι Τούρκοι και τον πήραν μαζί με άλλους Έλληνες· δεν τον ξαναείδαν πια. Η μητέρα του, η κυρά Παρασκευή, έγκυος πήρε από το χέρι τον Ανδρέα και μετακόμισαν σε ένα σπίτι με κήπο που είχαν έξω απ’ την πόλη για ασφάλεια. Ο Ανδρέας λόγω φτώχειας βρέθηκε μούτσος στον «Ταξιάρχη», στο καΐκι του καπετάν Στέλιου, συγγενή της μητέρας του. Ο «Ταξιάρχης» ήταν από τα μεγαλύτερα ψαράδικα της περιοχής και ο καπετάν Στέλιος μεγάλος δάσκαλος και καλός άνθρωπος. Εξιστορούσε αργότερα ο καπετάν Ανδρέας:
“Την πρώτη φορά που πήρα το μερτικό μου απ’ το ψάρεμα, λίγες μπαγκανότες στη χούφτα κι ένα διχτάκι ψάρια, σε λίγα λεπτά έκανα τη σχετικά μεγάλη απόσταση από το λιμάνι στο σπίτι μου. Κυριολεκτικά πετούσα… Τόσο μεγάλη ήταν η χαρά μου που πήγαινα για πρώτη φορά στη μάνα λίγα λεφτά και ένα διχτάκι ψάρια. Νόμιζα ότι είχα γίνει άντρας. Εκείνο που πρέπει να σας πω ξεχωριστά, είναι η χαρά που πήρα μόλις τ’ αφεντικό μου (ο καπετάν Στέλιος) με πλήρωσε. Η χαρά μου όμως δεν ήταν ότι θα ξόδευα αυτά τα χρήματα για τον εαυτό μου, αλλά γιατί θα τα πήγαινα προσφορά στη μάνα μου”.
Πως βρέθηκε στο Νέο Φάληρο και στον Πειραιά
Ο καπετάν Στέλιος, μια μέρα που πήγε να πουλήσει ψάρια στη Σμύρνη, κατάλαβε ότι η κατάσταση χειροτερεύει. Επιστρέφοντας στο Αϊβαλί μαζεύει τη γυναίκα του, την κυρά Ζωή, την οικογένεια Ζέππου και φεύγουν το βράδυ. Έφτασαν στο όμορφο Νέο Φάληρο και σύντομα κατάφεραν να βγάζουν καλό μεροκάματο και νοίκιασαν ένα παλιό μικρό σπιτάκι με δύο δωμάτια κοντά στην παραλία όπου ζούσαν όλοι μαζί παρέα αγαπημένοι.
Η κυρά Ζωή όμως, που είχε χρόνια πάθηση πέθανε λίγο αργότερα, και ο καπετάν Στέλιος σύντομα την ακολούθησε. Γρήγορα ο Άνδρεας γίνεται ο καλύτερος ψαράς του όρμου του Φαλήρου, κάνει καλές μπάζες και απέκτησε μεγάλη φήμη ως ένας από τους διασημότερους γλεντζέδες· όσα έβγαζε, κάθε βράδυ τα ξόδευε. Σύχναζε στην ταβέρνα του Καούδη στις Τζιτζιφιές, όπου τραγουδούσε ο Γιάννης Παπαϊωάννου. Άφηνε μάλιστα αρκετά χρήματα, ώστε ο Παπαϊωάννου, που «χαιρόταν όταν τον έβλεπε», έγραψε γι’ αυτόν στην Κατοχή το πασίγνωστο τραγούδι, λόγω του οποίου τον θυμόμαστε και εμείς σήμερα. Μάλιστα, συχνά τραγούδαγε: «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο, βαλ’ το χέρι στο γιλέκο», διότι ο Ζέππος έβγαζε από τη τσέπη του γιλέκου χρυσές λίρες.
Κάθε βράδυ στα μπουζούκια ξόδευε σακούλες χρημάτων. Δεν λογάριασε ποτέ το χρήμα, γιατί νόμιζε ότι πάντα θα έρχεται με τσουβάλια. Η Καίτη Γκρέη τον θυμάται στα μαγαζιά των Τζιτζιφιών και του Μοσχάτου, να μπαίνει να γλεντάει κάθε βράδυ και να «σηκώνει» όλο το μαγαζί. «Πιωμένος ήταν καπετάν φασαρίας», θυμάται, «είχαμε γίνει καλοί φίλοι. Καλόκαρδος όμως άνθρωπος. Όταν έφευγε, σήκωνε σε…μπόγο το τραπεζομάντιλο με ό,τι είχε επάνω, αφού άφηνε ένα μάτσο χρήματα στο γυμνό τραπέζι».
Μια ιστορία που έλεγε το 1982 ο γιος του: «Η μάνα μας έλεγε, ότι μετά την ψαριά, έφερνε στο σπίτι ένα μεγάλο σωρό με λεφτά, τα έβαζε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, έπειτα σήκωνε το τραπεζομάντιλο σε μπόγο, το έβαζε στον ώμο και έφευγε για τα μπουζούκια».
Το τραγούδι του
Ήταν η καθημερινή ζωή του καπετάν Ανδρέα Ζέππου…
Μια ψαροπούλα είναι αραγμένη, μπρος στ’ ακρογιάλι τον Ζέππο περιμένει.
Καπετάν Ανδρέα Ζέππο, χαίρομαι όταν σε βλέπω. Χαίρομαι όταν σε βλέπω, καπετάν Ανδρέα Ζέππο.
Όλοι καλάρουνε μα δε πιάνουν ψάρια. Καλάρ’ ο Ζέππος και πιάνει καλαμάρια.
Έγια μόλα έγια λέσα, έχει ο σάκος ψάρια μέσα. Έχει ο σάκος ψάρια μέσα, έγια μόλα έγια λέσα.
Μέσα το τσούρμο του είν’ όλοι ιππότες. Έξ’ είν’ απ’ την Κούλουρη κι έξ’ Αϊβαλιώτες.
Καπετάν Ανδρέα Ζέππο, χαίρομαι όταν σε βλέπω. χαίρομαι όταν σε βλέπω, καπετάν Ανδρέα Ζέππο.
Έγια μόλα έγια λέσα, έμπα στη βαρκούλα μέσα. Έμπα στη βαρκούλα μέσα, έγια μόλα έγια λέσα.
Ο Ζέππος αγαπούσε τους ανθρώπους και δεν ξέχασε ποτέ ότι και ο ίδιος ήταν πρόσφυγας. Πάντρεψε πολλές ορφανές κοπέλες που δεν είχαν κουμπάρο να τις στεφανώσει, βάφτισε πολλά αβάπτιστα που λόγω της φτώχειας δεν είχαν τα απαραίτητα για το μυστήριο, τάισε τη χήρα και το ορφανό· ακόμη και στις γάτες έδινε τα πατημένα ψάρια για να φάνε. Κυρίως όμως, στη μεγάλη πείνα της Κατοχής, βοήθησε κόσμο και ντουνιά.
Ο θάνατος και η βάρκα του
Πέθανε άφραγκος και παρά λίγο να γίνει και έρανος για τα έξοδα της κηδείας του. Τότε, ο Παπαϊωάννου έγραψε προς τιμήν ένα ακόμη τραγούδι, το «Ο Ζέππος εκουράστηκε». Το περίφημο καΐκι του, ο «Άγιος Ευστράτιος», μετά την τράπεζα, άρχισε να αλλάζει χέρια. Βγήκε σε πλειστηριασμό και το αγόρασε μια μεγάλη οικογένεια ψαράδων από το Πέραμα, οι Παγιδαίοι, που το ονόμασαν «Ζέππο». Κάποια στιγμή αποφάσισαν να το πουλήσουν για να πάρουν μεγαλύτερο. Το καΐκι αλλάζει πάλι χέρια. Αυτή τη φορά το αγοράζει ο Ναουσαίος ψαράς Θανάσης Νταντάνης, που ζούσε στην Πάρο. Το κράτησε αρκετά χρόνια και στη συνέχεια πούλησε τον «Ζέππο» στον αρχιτέκτονα Κώστα Γουζέλη.
Αυτός περιέβαλε το ιστορικό σκαρί με περισσή αγάπη, το ανακατασκεύασε, του έβαλε πανιά, το έκανε ακόμα πιο όμορφο και κράτησε το όνομά του. Μ’ αυτό, ο γνωστός σκηνοθέτης Γιώργος Κολόζης έκανε τα γυρίσματα της σειράς ντοκιμαντέρ «Αιγαίο νυν και αεί», στο επεισόδιο «Αέρας στα πανιά μας», που προβλήθηκε με επιτυχία από την κρατική τηλεόραση. Ο «Ζέππος» ξανοίχτηκε και πάλι στο Αιγαίο για τις ανάγκες των γυρισμάτων σ’ ένα δύσκολο ταξίδι 1500 μιλίων. Το καΐκι, μετά την εκπομπή, κατέληξε σε έναν από τους συγγενείς της οικογένειας Περατικού και άραξε σε έναν μόλο του πανέμορφου νησιού της Αντιπάρου.