Η απόφαση της κοινοπραξίας Total –ExxonMobil – ΕΛΠΕ να παγώσει τις σεισμικές έρευνες για κοιτάσματα φυσικού αερίου νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης, όπως είναι η συμβατική υποχρέωση της να τις διενεργήσει μέχρι το τέλος του 2022 και ενώ ήταν προγραμματισμένες για το πρώτο δίμηνο του έτους, είναι η δεύτερη ψυχρολουσία μετά την ανακοίνωση των ΗΠΑ ότι αίρουν την υποστήριξή τους προς τον αγωγό East Med.
Προφανώς οι δύο εξελίξεις δεν είναι άσχετες μεταξύ τους. Η απόφαση των Αμερικανών οφείλεται σε μία σειρά από λόγους τρεις εκ των οποίων επικαλούνται στο non paper το οποίο κοινοποίησαν στις τρεις εμπλεκόμενες χώρες (Ελλάδα, Κύπρο, Ισραήλ) και στην ΕΕ, καθώς το έργο είναι ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.
Ένας επιπλέον λόγος είναι ότι σε αυτή τη φάση προωθούν στην αγορά το δικό τους υγροποιημένο (LNG) σχιστολιθικό (fracking) αέριο και δεν επιθυμούν επιπλέον ανταγωνισμό, παρότι τα κοιτάσματα της Ανατολικής Μεσογείου ήταν ψηλά στον αμερικανικό σχεδιασμό, στο πλαίσιο του «Νοτίου Διαδρόμου», για να μετριαστεί η μεγάλη εξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο.
Η άρση της πολιτικής στήριξης από τις ΗΠΑ προς τον αγωγό που κατά προέκταση σημαίνει μη στήριξη της Ελλάδας στην αξιοποίηση των δικών της (δυνητικών αλλά σε μεγάλο βαθμό θεωρουμένων βέβαιων) κοιτασμάτων, έπαιξε ρόλο στην απόφαση των εταιρειών οι οποίες πήραν το πολιτικό σήμα από την Ουάσινγκτον και ευθυγραμμίστηκαν «παγώνοντας» τις έρευνες.
Η εξέλιξη αυτή η οποία έχει για τη χώρα προεκτάσεις γεωπολιτικές, οικονομικές και πολύ σοβαρές ασφαλείας, δεν ήταν μονόδρομος.
Οι διαδοχικές κυβερνήσεις κυρίως των δύο τελευταίων δεκαετιών έχουν μεγάλες ευθύνες διότι τόσα χρόνια δεν σχεδίασαν οργάνωσαν και δρομολόγησαν τις έρευνες και την αξιοποίηση των κοιτασμάτων υπό τον φόβο της Τουρκίας.
Η Κύπρος ευρισκόμενη σε δυσχερή θέση λόγω της τουρκικής κατοχής και της έλλειψης στρατιωτικών δυνατοτήτων αντίστοιχων με της Ελλάδας (παρότι είναι δεδομένη η ελλαδική στρατιωτική στήριξη στην περίπτωση του απευκταίου) αγνόησε τις τουρκικές απειλές και προχώρησε στην οριοθέτηση ΑΟΖ και στην αξιοποίηση των κοιτασμάτων της. Όπως έκαναν και όλες οι άλλες χώρες της περιοχής οι οποίες και ΑΟΖ οροθέτησαν και τα κοιτάσματά τους αξιοποίησαν και αξιοποιούν. Η Ελλάδα, υπέκυψε στο τουρκικό bulling και στις πιέσεις «συμμάχων» και εταίρων και αδράνησε.
Τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν είχαμε ξεκινήσει τις διαδικασίες μαζί με την Κύπρο όταν μας παρακαλούσε να οριοθετήσουμε ΑΟΖ και ο Γιώργος Παπανδρέου τους έλεγε να μετακινήσουν τη γραμμή χάραξης ανατολικότερα για να μην ενοχληθεί η Τουρκία…
Τώρα πέσαμε σε μία σπάνια από άποψη συνδυασμού αρνητικών παραγόντων συγκυρία. Η παγκόσμια, άνωθεν επιβαλλόμενη , άγαρμπη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια δυσχεραίνει τις έρευνες και εξορύξεις υδρογονανθράκων, οι βίαιες γεωπολιτικές ανακατατάξεις κάνουν πιο περίπλοκους τους χειρισμούς, η ενεργειακή κρίση καθιστά το πεδίο απρόβλεπτο για νέες επενδύσεις, η αποχαλίνωση της Τουρκίας δίνει πρόσχημα στο εκπαιδευμένο να πιέζεται και να υποχωρεί εγχώριο πολιτικό σύστημα, οι σκοπιμότητες συμμάχων τους οδηγούν σε απότομη (προσωρινή ; ) προσαρμογή σχεδιασμών που δεν μας ευνοούν.
Αλλά πρώτοι εμείς δεν ευνοήσαμε τον εαυτό μας. Θα ήταν διαφορετικά, ακόμα ίσως και για τον αγωγό και πάντως σίγουρα για τη χώρα εν συνόλω, αν είχαμε κινηθεί στον χρόνο που έπρεπε.
Οι ίδιες εταιρείες που ανακοίνωσαν χθες ότι δεν θα προβούν στις έρευνες νοτίως της Κρήτης προχωρούν κανονικά στις έρευνες στα θαλάσσια οικόπεδα της Κύπρου παρά τις απειλές της Τουρκίας, διότι εκεί τα πράγματα είναι δρομολογημένα…
Ακόμα και σήμερα δεν αξιοποιούμε το τελευταίο παράθυρο ευκαιρίας και δώσαμε χώρο με τα ήξεις αφήξεις και τα “δεν μας ενδιαφέρουν οι υδρογονάνθρακες” για να μας αδειάσουν και οι εταιρείες και οι ΗΠΑ (αν και με τα καλώδια της ηλεκτρικής διασύνδεσης με Κύπρο -Ισραήλ και με Αίγυπτο μπορούμε να κάνουμε τη δουλειά μας για την ΑΟΖ, εφόσον υπάρχει βούληση, διότι είναι ή ίδια όδευση με τον East Med).
Τον αγωγό πάντως, που αν και μας συνέφερε δεν είναι ούτε αναγκαία, ούτε ικανή συνθήκη για την αξιοποίηση των κοιτασμάτων της περιοχής, τον είχαν “σκοτώσει ” πρώτα οι εταιρείες, πριν τον «πυροβολήσουν» οι Αμερικανοί, αλλά και η Κύπρος και το Ισραήλ που δέσμευσαν ποσότητες φυσικού αερίου για άλλους αγωγούς (απευθείας με Αίγυπτο, όπως πιθανώς θα κάνει και η Ελλάδα). Τελικά ο εν λόγω αγωγός δεν είχε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, δεν είχε πραγματικό ενδιαφέρον από τις εταιρείες λόγω κόστους, δεν είχε διασφαλισμένες ποσότητες και στο τέλος δεν είχε πραγματική στήριξη από τις συμμετέχουσες χώρες οι οποίες είτε προτίμησαν πιο εφικτά από άποψη τεχνική και κόστους και πιο ώριμα projects είτε αποφάσισαν να “πρασινίσουν” όπως η Ελλάδα.
Αυτό, δεν αναιρεί τις ευθύνες για τη συνολική επί εικοσαετία αυτοκτονική ενεργειακή πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων και δεν τις απαλλάσσει από αυτές. Ακόμα έχουμε ένα μικρό αλλά κρίσιμο παράθυρο ευκαιρίας για διορθωτικές «υβριδικές» κινήσεις ώστε να ξαναμπούμε στο παιχνίδι έστω με διαφορετικούς όρους.