«Πολλοί συνδέουν τον πολιτισμό στην Αθήνα με ερείπια και αρχαία τεχνουργήματα, όμως η ελληνική κυβέρνηση και μεγάλα φιλανθρωπικά ιδρύματα θέλουν να βάλουν την πόλη στον διεθνή χάρτη της σύγχρονης τέχνης», αναφέρουν οι New York Times σε εκτενή ανταπόκριση της Roslyn Sulcas από την Αθήνα με τίτλο «Ένας κόμβος για τη σύγχρονη τέχνη δημιουργείται ‘στη σκιά της Ακρόπολης’».
Στα χρόνια από το 2000 ως το 2010, οι τουριστικές εκστρατείες των ελληνικών κυβερνήσεων συνοψίζονταν στο «θάλασσα, ήλιος και σεξ, με μερικές ελληνικές κολώνες στο φόντο», λέει στην αμερικανική εφημερίδα ο Poka Yio, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Μπιενάλε της Αθήνας. Η Μπιενάλε, που άρχισε το 2007, επεδίωξε να αλλάξει αυτό το στερεότυπο: «Θέλαμε να βάλουμε την Αθήνα στον πολιτιστικό χάρτη της σύγχρονης τέχνης», εξηγεί.
Η Σύγχρονη τέχνη
Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, η Αθήνα βρίσκεται πλέον στο ραντάρ του κοινού της σύγχρονης τέχνης, αν και περισσότερο ως αξιοπερίεργο παρά ως μείζων κόμβος. Η Μπιενάλε, που πραγματοποιήθηκε παρά την πανδημία στη διάρκεια του Νοεμβρίου, είχε 40.000 επισκέπτες, οι 10.000 από το εξωτερικό. «Αν οι πολιτικές δυνάμεις καταλάβαιναν πόσο συζητείται η Αθήνα ως σύγχρονος πολιτιστικός προορισμός, μπορεί να έδιναν περισσότερη προσοχή, επειδή αυτό σημαίνει χρήμα και δημόσια εικόνα», λέει η Κατερίνα Γρέγου, η διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης (ΕΜΣΤ).
Το κενό στην κυβερνητική υποστήριξη της σύγχρονης εικαστικής τέχνης κάλυπταν ιδιωτικοί θεσμοί, όπως τα ιδρύματα ΔΕΣΤΕ, ΝΕΟΝ, Ωνάση και Σταύρου Νιάρχου, που «διαδραμάτισαν τεράστιο ρόλο στην αλλαγή της στάσης έναντι της σύγχρονης τέχνης δημιουργώντας ένα οικοσύστημα», λέει ο Poka Yio.
Ωστόσο αυτές οι πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα «δεν υποκαθιστούν την ανάγκη για δημόσια πολιτική», επισημαίνει η κα Γρέγου και η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται τελευταία να συμφωνεί. Ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης, ένας απόφοιτος του Χάρβαρντ, διορίστηκε τον Ιούλιο 2019 γραμματέας αρμόδιος για το σύγχρονο πολιτισμό και στις αρχές του 2021 προήχθη σε υφυπουργό Πολιτισμού αρμόδιο για θέματα σύγχρονου πολιτισμού.
Ένα από τα πρώτα που έκανε ο κ. Γιατρομανωλάκης ήταν να ανοίξει γρήγορα το ΕΜΣΤ. «Ο πρωθυπουργός υποστηρίζει πολύ την ιδέα της προώθησης του σύγχρονου πολιτισμού και ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης είναι ένας πραγματικά λαμπρός τύπος», λέει ο Γεράσιμος Γιαννόπουλος, δικηγόρος και μέλος του συμβουλίου του ΕΜΣΤ. «Όμως η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη κατάσταση αφότου ξέσπασε η κρίση του χρέους. Και δεν μπορείς να γυρίσεις τα πράγματα επιμένοντας στην ένδοξη αρχαιολογική κληρονομιά», προσθέτει.
Ωστόσο ο κ. Γιατρομανωλάκης θεωρεί πως «το να αντιπαραθέτεις το κλασικό με το σύγχρονο είναι αντιπαραγωγικό, θα πρέπει να συνεργάζονται» και φέρνει ως παράδειγμα την έκθεση έργων του βρετανού καλλιτέχνη Antony Gormley που έγινε το 2019 ανάμεσα στα ερείπια της Δήλου. Και τα στοιχεία που έδωσε στους New York Times δείχνουν μια αξιοσημείωτη αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης για προγράμματα σύγχρονης τέχνης, από περίπου μισό εκατομμύριο δολάρια το 2015, σε περίπου 11 εκατομμύρια δολάρια το 2020. Ανέφερε επίσης τα πρόσθετα κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που προσφέρουν άλλο μισό δισεκατομμύριο ευρώ στον πολιτιστικό τομέα της Ελλάδας, εξίσου μοιρασμένα σε προγράμματα για την αρχαία κληρονομιά και σε προγράμματα για τη σύγχρονη τέχνη.
Όμως η επιτυχημένη στήριξη της σύγχρονης τέχνης απαιτεί κάτι περισσότερο από χρήματα, λέει η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια πολιτισμού του Ιδρύματος Ωνάση. «Τελικά οι άνθρωποι που αλλάζουν το σκηνικό είναι οί ίδιοι οι καλλιτέχνες», εξηγεί. «Ο ρόλος μας είναι να τους στηρίξουμε, να δουλέψουμε μαζί τους, να είμαστε εκεί γι’ αυτούς».
Ιδιωτικά ιδρύματα
Τα ιδιωτικά ιδρύματα συχνά συνεργάζονται στενά με το κράτος, «δεν το ανταγωνίζονται», λέει ο Νικόλας Γιατρομανωλάκης. Προσθέτει πως το πιο φιλόδοξο σχέδιο στην ατζέντα του είναι μια εργασιακή και κοινωνική μεταρρύθμιση για τους ανεξάρτητους καλλιτέχνες, οι ανάγκες των οποίων δεν λαμβάνονται υπόψη στη σημερινή νομοθεσία περί φορολογίας και απασχόλησης. «Αν δεν το διορθώσουμε αυτό, δεν θα έχουμε τα εργαλεία για να δώσουμε στους επαγγελματίες του πολιτισμού τη δυνατότητα να ζήσουν από τη δουλειά τους», λέει στους New York Times.
«Δεν υπήρχε τίποτε έτοιμο για το σύγχρονο πολιτισμό, έτσι πρέπει να αρχίσουμε από το μηδέν», προσθέτει. «Παρά τα φρικτά πράγματα που έφερε η πανδημία, πιστεύω ότι μπορούμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως σημείο καμπής».
Η Αθήνα, με τη συρροή μεταναστών και καλλιτεχνών, είναι μια μητρόπολη σε ανοδική πορεία, «ένα αντίβαρο στο τρίποδο Λονδίνο-Παρίσι-Βερολίνο» , λέει ο Poka Yio, ο διευθυντής της Μπιενάλε. «Στην Ελλάδα χάσαμε τον μοντερνισμό και τώρα προσπαθούμε να κάνουμε τεράστια άλματα», προσθέτει. «Δεν έχουμε πολλά από τα συστήματα και τις δομές που έχουν άλλες χώρες. Όμως αυτό είναι επίσης πολύ θετικό και μέρος αυτού που κάνει την Αθήνα τόσο γοητευτική. Όλα εξακολουθούν να είναι δυνατά σ’ αυτό το μέρος».