Η είσοδος της τεχνολογίας στη μόδα «γεννάει» ήδη αλλαγές. Για παράδειγμα, ανοίγει τον δρόμο για την ψηφιακή μόδα, δηλαδή τον σχεδιασμό ρούχων, που ποτέ δεν θα μπουν στην ντουλάπα μας, αφού υπάρχουν αποκλειστικά σε ψηφιακή μορφή και θα φορεθούν μόνο στα social media: πάνω από 2,5 εκατ. άνθρωποι φόρεσαν σε τρεις ημέρες το φόρεμα «Venustrap» της βρετανικής φίρμας «Auroboros» μέσω του Snapchat, ενώ η ιδρυθείσα το 2020 νεοφυής επιχείρηση «DressX» πουλάει εικονικά πουκάμισα προς 45 δολάρια… Την ίδια στιγμή, μεγάλοι οίκοι μόδας, όπως οι Louis Vuitton, Moschino, Valentino και Marc Jacobs, διασχίζουν τα σύνορα φυσικού και εικονικού κόσμου, δημιουργώντας ρούχα για χαρακτήρες βιντεοπαιχνιδιών.
Επιπλέον, πρόσφατα ανακοινώθηκε εφαρμογή της ομάδας «bioLogic» του ΜΙΤ Μedia Lab, σε συνεργασία με τη «New Balance», για τη χρήση ωφέλιμων βακτηρίων, με στόχο τον φυσικό αερισμό του σώματος. Ερευνητές πειραματίζονται πάνω σε υφάσματα φτιαγμένα από ίνες πρωτεΐνης γάλακτος, που θα αποσυντεθούν χωρίς να μολύνουν το περιβάλλον, ενώ η σχεδιάστρια Stella McCartney παρουσίασε τη σειρά «Mylo», με ρούχα φτιαγμένα από «δέρμα» μανιταριών. Σχεδιαστές μόδας, βιολόγοι και επιστήμονες των υλικών εργάζονται ολοένα συχνότερα πάνω σε κοινά έργα.
Ο τρόπος με τον οποίο η τεχνολογία και η επιστήμη επιδρούν στον κόσμο της μόδας, αποτέλεσε αντικείμενο του νέου webinar του ΑΠΕ-ΜΠΕ για την τεχνολογία, στο οποίο συμμετείχαν οι: δρ Βερόνικα Καψάλη, καθηγήτρια στο London College of Fashion/ University of the Arts του Λονδίνου, Ορσαλία Παρθένη, διευθύντρια δημιουργικού/ιδιοκτήτρια του Οίκου Parthenis και δρ Ευρυδίκη Παπαχρήστου, μηχανικός ένδυσης/ επίκουρος καθηγήτρια στο Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος.
«Ούτε ένα γραμμάριο καινούργιο πολυέστερ» και υφάσματα από ίνες πρωτεΐνης γάλακτος
Όπως επισημαίνει η δρ Καψάλη, πολλά από τα ρούχα που φοράμε μόνο μία ή δύο φορές, καταλήγουν στις χωματερές ή τη θάλασσα, γιατί είναι πολύ δύσκολο να ανακυκλωθούν. Η δυσκολία έγκειται στο ότι οι ίνες στα υφάσματά τους δεν είναι 100% βαμβακερές ή φτιαγμένες μόνο από πολυέστερ ή νάιλον, με αποτέλεσμα να είναι πρακτικά ανέφικτο να διαχωριστούν τα υλικά, ώστε να ανακυκλωθούν: «Ειδικά τα συνθετικά μένουν για πάντα μαζί μας (…) Χρειάζεται να μετακινηθούμε από το γραμμικό μοντέλο στο κυκλικό. Να είμαστε σε θέση τα ρούχα που πετάμε είτε να βιοδιασπώνται χωρίς να αφήνουν τοξικά χημικά στο περιβάλλον είτε, αν είναι συνθετικά, ν’ ανακυκλώνονται, γιατί είναι φτιαγμένα από 100% το ίδιο υλικό. Γίνονται πολλές ενέργειες στην Ευρώπη και διεθνώς, για να δούμε πώς μπορούμε να παίρνουμε μια μπλούζα, π.χ., από 100% πολυέστερ, να τη λιώνουμε και να κάνουμε καινούργιο καθαρό πολυέστερ. Στόχος να μη χρειαζόμαστε ούτε ένα γραμμάριο καινούργιο πολυέστερ. Επίσης, ένα απ’ τα πρότζεκτ πάνω στα οποία δουλεύω τώρα είναι πώς θα μπορούσαμε να πάρουμε την πρωτεΐνη γάλακτος που έχει ξινίσει και να τη μετατρέψουμε σε ίνες, ύφασμα, κουμπί ή φερμουάρ».
Η πανδημία «έσπρωξε» την 3D εικονική πρωτυποποίηση
Στο μεταξύ, η πανδημία έδωσε ώθηση στην τρισδιάστατη εικονική πρωτυποποίηση (3D virtual prototyping), δηλαδή την οπτικοποίηση υφασμάτων και ρούχων πάνω σε τρισδιάστατα άβαταρ. Όπως εξηγεί η δρ Παπαχρήστου, «με τα lockdown, τα περισσότερα εργοστάσια έμειναν κλειστά και όταν άρχισαν να ξαναλειτουργούν δειλά- δειλά, δεν μπορούσαν να προλάβουν τις καταιγιστικές διεθνείς παραγγελίες. Τα περισσότερα brands σχεδίαζαν σε δικούς τους χώρους μια συλλογή και προσπαθούσαν μέσω outsourcing (ανάθεσης υπηρεσιών σε τρίτους) να κατασκευάσουν δείγματα ρούχων στη Νοτιοανατολική Ασία. Για να έρθει όμως ένα δείγμα στην Ευρώπη, να περάσει από έλεγχο, να γίνουν διορθώσεις, να δημιουργηθεί άλλο δείγμα και να ξαναγίνει έλεγχος, η διαδικασία απαιτεί εβδομάδες και εβδομάδες δεν υπήρχαν, ούτε η δυνατότητα να παραχθούν τόσα δείγματα μέχρι την τελική έγκριση. Οπότε οι μεγαλύτεροι παίκτες άρχισαν να υιοθετούν το 3D virtual prototyping σε μεγαλύτερη κλίμακα (το είχαν ξεκίνησει ήδη πιλοτικά) και είδαν ότι είναι καλή λύση για να κερδίσουν χρόνο, οικονομικούς κι ανθρώπινους πόρους».
Όταν ο σχεδιαστής γίνεται μεταφραστής
Πώς επηρεάζει τους σχεδιαστές μόδας η είσοδος της τεχνολογίας στο δημιουργικό κομμάτι; «Το βασικότερο» λέει η Ορσαλία Παρθένη, «είναι ότι ο ρόλος του σχεδιαστή έχει αλλάξει. Παλαιότερα, ήταν μυθική φιγούρα, ο απόλυτος δημιουργός, που πρότεινε στο κοινό και είχε ακολούθους. Τώρα το κοινό του σχεδιαστή έχει δικούς του ακολούθους… Επιπλέον, η τεχνολογία, μέσα από απλές λειτουργίες του Facebook και του Instagram, δίνει πλέον στον σχεδιαστή τη δυνατότητα να παίρνει πληροφορία, για το ποιες είναι οι προτιμήσεις του κοινού. Οπότε ο σχεδιαστής γίνεται μεταφραστής των πληροφοριών που λαμβάνει, κυρίως μέσα από τα social media. Ακόμα και στα φυσικά καταστήματα, μας ενδιέφερε τι πουλούσε, αλλά την πληροφορία σχετικά με το γιατί δεν πουλούσε κάτι, δεν την είχαμε ποτέ. Τώρα είναι πια πολύ εύκολο να πάρεις την απάντηση». Στο σκηνικό αυτό, τονίζει, ο σχεδιαστής βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση ως «path maker» (δημιουργός μονοπατιού) και πρέπει να ξανασκεφτεί ποια είναι η θέση του. «Βέβαια, αν έχει αποφασίσει ποιο είναι το γούστο του και τι θέλει να προτείνει, του είναι πια πολύ ευκολότερο να βρει στοχευμένο κοινό και να εστιάσει σε αυτό. Γι’ αυτό βλέπουμε και άνοδο των “niche brands” (φίρμες που στοχεύουν σε εξειδικευμένο κομμάτι της αγοράς), που πριν 20 χρονια δεν τα βρίσκαμε εύκολα».
Από τις πασαρέλες στα βιντεοπαιχνίδια κι από εκεί στις βιτρίνες
Η είσοδος των οίκων μόδας στον χώρο των βιντεοπαιχνιδιών είναι επίσης τάση: «τα τελευταία 4-5 χρόνια βλέπουμε συγκεκριμένα luxury brands (οίκους με πολυτελή προϊόντα ένδυσης) να συνεργάζονται με μεγάλες εταιρείες ηλεκτρονικών παιχνιδιών. H Louis Vuitton σχεδίασε το 2019 skins για το παιχνίδι «League of Legends». Πέρυσι μάλιστα, με έμπνευση την ηρωίδα του παινχιδιού, σχεδιάστηκαν 20 κομμάτια, που δεν εμφανίστηκαν μόνο στο παιχνίδι, αλλά βγήκαν στα καταστήματα κι εξαντλήθηκαν άμεσα. Ο Moschino δημιούργησε και off-game ρούχα για το παιχνίδι Sims της Electronic Arts. Ο Valentino έκανε συνεργασία με τη Nintendo. Είδαμε τον Mark Jacobs να συνεργάζεται με την Animal Crossing… Η αγορά πολυτελών προϊόντων ένδυσης ανακάλυψε και εκμεταλλεύτηκε την τεράστια άνθηση της αγοράς των παικτών βιντεοπαιχνιδιών. Μέσα από τα παιχνίδια ανακάλυψε ένα διαφορετικό σύνολο ανθρώπων, κέρδισε καινούργιο κομμάτι της πίτας και βρήκε ακόμα ένα μέσο προώθησης προϊόντων» υπογραμμίζει η δρ Παπαχρήστου.
Μόδα και βιολογία, σχέση αγαστή
Αν ο χώρος της μόδας εμπνεόταν ανέκαθεν αισθητικά από τη φύση, τα τελευταία χρόνια στο «παιχνίδι» μπαίνει και η βιομιμητική, φέρνοντας στο ίδιο «τραπέζι» σχεδιαστές μόδας και επιστήμονες διάφορων ειδικοτήτων. «Όταν συζητάμε για την επιστήμη και την τεχνολογία στη μόδα» παρατηρεί η δρ Καψάλη, «βλέπουμε δύο διαφορετικούς χώρους: ο πρώτος είναι η βιοτεχνολογία. Εδώ εντάσσεται η εφαρμογή της ομάδας «bioLogic» για τη χρήση ωφέλιμων βακτηρίων, με στόχο τον φυσικό αερισμό του σώματος. Στόχος είναι να δημιουργηθούν νέα υλικά (…), που όταν μπουν στη γη θα αποσυντεθούν χωρίς πρόβλημα, γιατί δεν είναι τοξικά. Η Στέλλα Μακάρτνι έβγαλε την πρώτη κολεξιόν με δέρμα που καλλιεργείται όπως τα μανιτάρια, τη “Mylo”. Ο δεύτερος χώρος, που αφορά πολύ μικρότερη κατηγορία δραστηριοτήτων, κοιτάζει πώς η βιολογία μπορεί να μας βοηθήσει να παίρνουμε πιο θετικές και ενημερωμένες αποφάσεις, όταν φτιάχνουμε και σχεδιάζουμε κάποιο ένδυμα. Εγώ αποκαλώ αυτό τον χώρο “bio-informed design” (σχεδιασμός στη βάση ενημερωμένων αποφάσεων, που στηρίζονται στη βιολογία). Είναι ένας χώρος που βρίσκεται εκεί όπου τέμνονται οι ιδιότητες μόδας, επιστήμης των υλικών και βιολογίας».
Κατά την Ορσαλία Παρθένη, «το όφελος από την τεχνολογία έχει να κάνει και με το κομμάτι της οικονομίας (…). Στον οίκο Parthenis χρησιμοποιούμε ψηφιακό πατρόν από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Όταν πρωτοείδα τι είδους δυνατότητες έδινε για την εξοικονόμηση υφάσματος, εντυπωσιάστηκα! (…) Επίσης, αν είχαμε περισσότερες και ακριβέστερες πληροφορίες -γιατί και οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουν εξελιχθεί μέσα από τη βιολογία, η ποικιλία των σωματότυπων είναι τεράστια- θα μπορούσαμε να φτιάχνουμε ρούχα, που έχουν απόλυτη εφαρμογή πάνω στο σώμα, χωρίς να ειναι ελαστικά και συνθετικά. Θα βοηθούσε επίσης αν είχαμε εύκολους τρόπους, με τα υλικά που μας περίσσεψαν, να δημιουργούμε κάτι καινούργιο».
Εκδημοκρατισμός της μόδας ή δημιουργική «οχλαγωγία» και μεγαλύτερη ρύπανση;
Θεωρητικά, με την τρισδιάστατη εκτύπωση, κάθε άνθρωπος με έναν καλό εκτυπωτή 3D μπορεί να εκτυπώσει ευφάνταστα «εξατομικευμένα» ρούχα, ενώ με τα marketplaces και τις εικονικές επιδείξεις μπορεί να τα διανείμει παγκοσμίως. Μπορεί η τεχνολογία να «εκδημοκρατίσει» την αγορά μόδας; Κατά την Ορσαλία Παρθένη, «αυτό έχει και κινδύνους, όχι μόνο σε ό,τι αφορά το γούστο, αλλά και τη δημιουργία απορριμμάτων (…) Νομίζω πως ο εκδημοκρατισμός μέσω της τεχνολογίας θα έπρεπε να αφορά περισσότερο τη μόρφωση των ανθρώπων σε ό,τι αφορά την κατανάλωση. Δεν ξέρω αν θα ήταν καλό να έπαιρνε ο καθένας από εμάς στο σπίτι έναν εκτυπωτή 3D, όπως παλιά είχαμε έναν αργαλειό. Γιατί τότε, με τον αργαλειό, ο άνθρωπος έφτιαχνε δύο ρούχα τον χρόνο μόνο, γιατί ο αργαλειός απαιτούσε χρόνο. Αν όλα γίνονται με το πάτημα ενός κουμπιού, φανταστείτε τον όγκο των απορριμμάτων, από τόσες δοκιμές! Δεν είμαι τόσο σίγουρη ότι αυτό που συμβαίνει με την τεχνολογία είναι πάντα τοσο δημοκρατικό, γιατί υπάρχει κι η έννοια του όχλου, πάντα θα έπρεπε να υπάρχουν οι ειδικοί σε έναν κλάδο (…) Επιπλέον, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί ως προς τη συλλογή δεδομένων, να το σκεφτόμαστε πριν δώσουμε το “body scan” μας σε κάποιον για να μας φτιάξει το τέλειο ρούχο (…) Δεν θέλω να είμαι οργουελική, πιστεύω όμως πως πρέπει να αξιοποιούμε την τεχνολογία με τρόπο που μας βοηθάει, όχι που μας σκλαβώνει».
Αλγόριθμοι και συλλέκτες βαμβακιού
Βάσει έρευνας της Drapers & Apptus, το 90% των Βρετανών fashion retailers είναι ενθουσιασμένοι με την προοπτική που διανοίγει η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ). Πώς βοηθούν οι αλγόριθμοι; «Στον χώρο της μόδας» παρατηρεί η δρ Παπαχρήστου, «η ΤΝ ξεκίνησε ανάποδα. Δηλαδή, ήταν πολύ ευκολότερο να μετρήσουμε μέσω ΤΝ δεδομένα που συλλέξαμε αφότου πουλήσαμε κάτι ή το βγάλαμε προς πώληση, για να στοχεύσουμε καλύτερα στις επόμενες πωλήσεις (αντί να ξεκινήσουμε από τη σύλληψη της ιδέας του προϊόντος).
Αυτό ήταν πολύ χρήσιμο, ταυτόχρονα όμως δεν ήταν αρκετό: η “γρήγορη μόδα” κινείται ταχύτατα και οι επιθυμίες των καταναλωτών αλλάζουν από μέρα σε μέρα. Θέλουμε να χρησιμοποιούμε μια τεχνολογία που να μην είναι ακριβή, να διασφαλίζει ότι το προϊον είναι βιώσιμο και η διαδικασία παραγωγής του ηθική κι ότι είναι αρκετά οικονομικό για τους πολλούς. Θέλουμε ο καταναλωτής να νιώθει ότι υπάρχει εξατομίκευση και όλοι -λιανέμποροι, προμηθευτές, σχεδιαστές, κατασκευαστές, το υφαντήριο ή αυτός που συλλέγει το βαμβάκι απ’ τα χωράφια- να συνεργάζονται σε ένα τεχνολογικό περιβάλλον, που τους επιτρέπει να εκμαιεύσουν τα κατάλληλα δεδομένα για το όφελος του κάθε κρίκου της αλυσίδας. Η ΤΝ μπορεί να βοηθήσει σε αυτό, αρκεί κάθε κρίκος της αλυσίδας να είναι δεκτικός να μεταβεί σε νέα εποχή. (…) Μήπως όμως η ΤΝ θα έπρεπε να ξεκινήσει ήδη από τη σύλληψη της ιδέας και την τεχνολογία των υλικών; Να εφαρμόσουμε, π.χ., ΤΝ, για να χρησιμοποιησουμε την κατάλληλη πρόσμιξη υλικών, γνωρίζοντας από πριν ποια θα είναι η βέλτιστη σύνθεση, ώστε να υπάρχει η καλύτερη απορρόφηση προϊόντων από την αγορά. Αν η ΤΝ εφαρμόζεται σωστά, δεν θα έχουμε περίσσειο απόθεμα, γιατί ό,τι κατασκευάστηκε, γνωρίζαμε από πριν ότι θα πουληθεί».