Ελλάδα

Revenge porn: Τι προβλέπει η ελληνική νομοθεσία για την αντιμετώπιση της σεξουλικής διαπόμπευσης

Revenge porn: «Το revenge porn δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο στη χώρα μας, τώρα ήταν η πρώτη φορά που o δράστης ήταν πρόσωπο της επικαιρότητας».

Με αφορμή το σκάνδαλο της υπόθεσηs revenge porn, με φερόμενο ως δράστη τον πρώην συμπαρουσιαστή της τηλεοπτικής εκπομπής «Ράδιο Αρβύλα», Στάθη Παναγιωτόπουλο, ανοίγει το κουτί για το ποιες είναι τελικά οι συνέπειες τόσο δικαστικές όσο και κοινωνικές. Η μάστιγα του “Revenge porn” έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις τα δύο τελευταία χρόνια με την πανδημία με πολλές υποθέσεις να φτάνουν στη Δικαιοσύνη αλλά κατακρίνονται και από το κοινό.

Τι σημαίνει “revenge pornography”

Η ορολογία “revenge pornography”  σημαίνει όταν ένας ερωτικός σύντροφος καταγράφει την/τον άλλο σε προσωπικές του σεξουαλικές στιγμές, και στη συνέχεια επειδή έληξε η σχέση τους ή για κάποιο άλλο λόγο, δημοσιοποιεί  τα βίντεο, συνήθως στο διαδίκτυο σε ερωτικά σάιτ ή τα μοιράζεται με τους φίλους του.

Η δημοσιοποίηση όμως των λήψεων αυτών, χωρίς τη συγκατάθεσή του προσώπου που εμφανίζεται σε αυτές συνιστά ποινικό αδίκημα που μπορεί το θύμα να προσφύγει στη δικαιοσύνη.  Το βασικό προστατευτικό πλαίσιο, αναφορικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα του θιγόμενου προσώπου, αποτελεί ο «Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων» και οι ποινικές διατάξεις του όπως αυτές αποτυπώνονται στο άρθρο 44 του νόμου 4624/2019.

Ο νόμος προβλέπει φυλάκιση έως και πέντε χρόνια

Το αδίκημα αυτό έχει στόχο τη δυσφήμιση του θιγόμενου προσώπου, και δεν επικαλύπτονται τα δύο αδικήματα, αφού προσβάλλονται διαφορετικά αγαθά, στο μεν πρώτο ιδιωτική ζωή του προσώπου, στο δε δεύτερο, η τιμή και υπόληψη του.

Σύμφωνα με τον Γενικό Κανονισμό Προστασίας Δεδομένων (ΓΚΠΔ/GDPR) «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα είναι κάθε πληροφορία που αφορά ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο· το ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο είναι εκείνο του οποίου η ταυτότητα μπορεί να εξακριβωθεί, άμεσα ή έμμεσα».

Η πλημμεληματική αντιμετώπιση του εγκλήματος προβλέπει ποινές κάθειρξης έως και πέντε χρόνια, με τα δικαστήρια να τιμωρούν συνήθως με 8 μήνες έως 1 χρόνο φυλάκιση. Αν βέβαια ο δράστης έχει λευκό ποινικό μητρώο, δίνεται αναστολή, δηλαδή δεν οδηγείται στη φυλακή.

Ένα αστικό δικαστήριο μπορεί να ζητήσει από τον δράστη να αποζημιώσει το θύμα με πολλές χιλιάδες ευρώ.