Ο Βλάσης Μπονάτσος ενσάρκωσε στη θρυλική κωμική σειρά των 90s τον εαυτό του. Έναν αμετανόητο εργένη με τρομερή αγάπη προς τις γυναίκες που δεν του καιγόταν καρφί για το τι λένε οι άλλοι για εκείνον. Τα στερεότυπα είναι για να σπάνε – και αυτό έκανε, τόσο επί σκηνής όσο και στην προσωπική του ζωή.
Ας μείνουμε όμως στον Βλάση, τον ρόλο και όχι τον άνθρωπο. Δείχνει καθημερινός, αλλά ας το σκεφτούμε λίγο καλύτερα: πόσο καθημερινό ήταν στα 90s ένας straight άντρας να συγκατοικεί με τον gay κολλητό του; Αυτά ήταν ανεπίτρεπτα πράγματα, σίγουρα για τότε, και ίσως και για σήμερα.
Βλάσης Μπονάτσος: Τα ρούχα
Βλάσης Μπονάτσος: Ο ρόλος
Για τον Έλληνα τηλεθεατή ήταν ένας κατεργάρης που δεν μπορούσε να μείνει μακριά από τις θηλυκές υπάρξεις. Τον τραβούσαν σαν μαγνήτης με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τηρήσει τις υποσχέσεις του. Υπήρχε, δηλαδή, μία ταύτιση για μία γενιά αντρών όπου η απιστία ήταν και λίγο δικαίωμα. Θα ήθελαν να είναι εκείνος, γιατί -σε αντίθεση με τον Βλάση- εκείνοι είχαν παντρευτεί. Φυσικά, αυτή ήταν η μισή αλήθεια. Διότι η άλλη μισή έλεγε ότι δεν θα άντεχαν την κοινωνική κατακραυγή που θα έφερνε η σχέση τους με τον gay Γιάννη.
ΟιΑπαράδεκτοι κατάφερναν μέσα από τον Βλάση να κλείσουν το μάτι σε όλες τις συμπεριφορές που επιτρέπονταν στα χαρτιά (εργένικη ζωή μετά τα 40, φιλικές σχέσεις με την gay κοινότητα, χαλαρή διάθεση απέναντι στα ιερά και τα όσια του έθνους) αλλά οι άγραφοι κανόνες των ελληνικών 90s απαγόρευαν δια ροπάλου.
Μάλιστα, ο συγκεκριμένος ρόλος δεν χαριζόταν σε κανέναν. Μπορεί να έκανε στενή παρέα με τη Γενιά του Πολυτεχνείου, βαριόταν όμως αφόρητα με τα κολλήματά της, τα χαμένα της όνειρα
, τη νοσταλγία για τις άλλες πιο ηρωικές εποχές. «Καλά με συγχωρείς» ήταν η ατάκα που χρησιμοποιούσε, κάθε φορά, όταν αναγκαζόταν να πει την ωμή αλήθεια στον «ήμουν και εγώ στο Πολυτεχνείο» Σπύρο. Η Αριστερά, με άλλα λόγια, δε βρισκόταν στο απυρόβλητο.
Ο Βλάσης δεν ήταν σε καμία περίπτωση πρότυπο, αλλά δεν ήθελε και να είναι. Όσο οι φίλοι του βούλιαζαν στον βυθό του μικροαστισμού, έχοντας εκρήξεις για τη ζωή που δεν έζησαν, εκείνος κολυμπούσε στον αφρό μίας ζωής χωρίς πυξίδα. Πάμε και όπου μας βγάλει, δε θα ζήσουμε άλλωστε και για πάντα.
Όπως ο αείμνηστος Τζίμης Πανούσης ειρωνευόταν στον γνωστό σκετσάκι όσους έχτισαν μία καθημερινότητα όπου το «σινεμά και σπιτάκι μετά» ήταν το απόλυτο αγαθό, έτσι και ο Βλάσης τωνΑπαράδεκτωνδεν τα μπορούσε όλα αυτά. Εκείνος ήθελε να πάει για πεϊνιρλί στη Δροσιά, για κοψίδια στις Κουκουβάουνες, για κοτόπουλο στη Βάρη όποτε του καπνίσει. Όχι, ως την προκαθορισμένη έξοδο σε μία εβδομάδα οργανωμένη με θρησκευτική ευλάβεια. Τώρα, αυτή τη στιγμή, όταν και όποτε το επιθυμούσε.
Όσο για τις καλλιτεχνικές τάσεις που τον χαρακτήριζαν; Φυσικά, και του άρεσε η τέχνη. Μέχρι και το τρομερά κουραστικό Εκκρεμές του Φουκώ διά χειρός Umberto Eco προσπαθούσε, μάταια, να διαβάσει. Ήταν μία νέα τάση της εποχής και ο Βλάσης ποτέ δεν έλεγε όχι στις νέες τάσεις. Απλά βαριόταν αφόρητα τους ελιτιστές του πνεύματος, βαριόταν τη συντήρηση, βαριόταν τον μικροαστισμό, βαριόταν τα καλούπια που έφτιαξαν άλλοι χωρίς ποτέ να τον ρωτήσουν.
Ο Βλάσης δεν ήταν άριστος σε καμία περίπτωση. Ήταν σίγουρα όμως μία φοβερή περίπτωση. Ένας χαρακτήρας -ή μήπως ένας άνθρωπος;- που ήθελε να ζήσει όση ζωή του αναλογούσε. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Απλά, για να το κάνει αυτό έπρεπε να σπάσει διάφορα ταμπού. Τα έχει αυτά η ελευθερία – ή έστω η προσπάθεια να την αποκτήσεις.