Οι αρχές στο Νέο Δελχί της Ινδίας έκλεισαν επ’ αόριστον όλα τα σχολεία και τα πανεπιστήμια εν μέσω μεγάλης ανόδου των επιπέδων ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Οι κατασκευαστικές εργασίες έχουν επίσης απαγορευτεί έως τις 21 Νοεμβρίου, αλλά έχει γίνει εξαίρεση για έργα που σχετίζονται με τις μεταφορές και την άμυνα. Στο μεταξύ, μόνο πέντε από τους 11 σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με βάση τον άνθρακα στην πόλη συνεχίζουν να λειτουργούν.
Η τοξική ομίχλη έχει δημιουργήσει ασφυκτικές συνθήκες στην πόλη. Τα επίπεδα των PM2,5 μικροσωματιδίων που μπορούν να φράξουν τους πνεύμονες των ανθρώπων στο Δελχί είναι πολύ υψηλότερα από τις οδηγίες ασφαλείας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ). Σε αρκετά σημεία της πόλης ο δείκτης μόλυνσης έφτασε το 400, με την κατάσταση να χαρακτηρίζεται επομένως σοβαρή καθώς μια «ικανοποιητική» ποιότητα αέρα κινείται μεταξύ 50 και 100.
Νέο Δελχί: Λίγα λόγια για την Ινδία
Μερικά σχολεία είχαν ήδη κλείσει την περασμένη εβδομάδα λόγω της ρύπανσης και οι αρχές του Δελχί δήλωσε ότι σκέφτεται ακόμα και το lockdown προκειμένου να βελτιώσει την ποιότητα του αέρα.
Ένας συνδυασμός παραγόντων όπως οι εκπομπές οχημάτων και βιομηχανικών ρύπων, η σκόνη και οι καιρικές συνθήκες καθιστούν το Νέο Δελχί την πιο μολυσμένη πρωτεύουσα του κόσμου. Ο αέρας γίνεται επίσης ιδιαίτερα τοξικός τους χειμερινούς μήνες καθώς αγρότες σε γειτονικές περιοχές καίνε καλλιέργειες. Η χαμηλή ταχύτητα του ανέμου παίζει επίσης ρόλο καθώς παγιδεύει τους ρύπους στα χαμηλότερα στρώματα της ατμόσφαιρας.
Φέτος, η ρύπανση έγινε τόσο τρομερή που προκάλεσε μια αυστηρή προειδοποίηση από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας, το οποίο έδωσε εντολή στις πολιτειακές και ομοσπονδιακές κυβερνήσεις να λάβουν «επικείμενα και έκτακτα» μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Η Ινδία, ή επίσημα Δημοκραία της Ινδίας είναι χώρα στη Νότια Ασία.
Η ονομασία Ινδία προέρχεται από το όνομα του ποταμού Ινδού, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από την αρχαία περσική λέξη Χίντου, ή από τη σανσκριτική Σχίντου. Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν τον όρο Ινδοί, αναφερόμενοι στους ανθρώπους από τον Ινδό ποταμό. Το σύνταγμα της σύγχρονης Ινδίας αναγνωρίζει τη λέξη Μπαράτ ως επίσημη ονομασία της χώρας, κάτι που χρησιμοποιείται και στην καθημερινότητα αρκετών γλωσσών στη χώρα. Η ονομασία Μπαράτ προέρχεται από τον μυθικό βασιλιά Μπαράτα της ινδικής μυθολογίας. Η λέξη Χιντουστάν, αρχικά περσική έκφραση με σημασία η χώρα των Ινδών, χρησιμοποιείται επίσης περιστασιακά ως συνώνυμο όλης της χώρας.
Η Ινδία αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη σε πληθυσμό χώρα στον κόσμο, μετά την Κίνα, με εκτιμώμενο πληθυσμό 1.366.417.754 κατοίκους, με βάση τη μέση εκτίμηση των Ηνωμένων Εθνών για το 2019. Τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει καταγραφεί μία έντονη πληθυσμιακή αύξηση, η οποία αποδίδεται στη βελτίωση της ιατρικής και την εντατικοποίηση της γεωργίας. Συνέπεια αυτής της προόδου είναι η αύξηση κατά 11 φορές του αστικού πληθυσμού της Ινδίας μέσα στον 20ο αιώνα με την παράλληλη ενίσχυση της αστυφιλίας. 35 πόλεις της χώρας ξεπέρασαν το 2001 το ένα εκατομμύριο κατοίκους, ενώ οι μεγαλύτερες έχουν πληθυσμό περισσότερο από 10 εκατομμύρια, όπως η Μουμπάι, το Δελχί και η Καλκούτα. Το 70% όμως του συνόλου των Ινδών παραμένει αγροτικός πληθυσμός.
Η Ινδία έχει παγκοσμίως τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό, τη γλώσσα και τα φυλετικά χαρακτηριστικά των κατοίκων της, ενώ συγκρίνεται σε αυτούς τους τομείς μόνο με το σύνολο της Αφρικής. Δύο είναι οι κύριες γλωσσικές οικογένειες των Ινδών: η Ινδοαριανή οικογένεια (με ομιλητές περίπου το 74% του πληθυσμού) και η Δραβινιανή (24% του πληθυσμού). Άλλες γλώσσες της Ινδίας προέρχονται από την Αυστροασιατική και την Θιβετοβιρμανική οικογένεια. Το ίδιο το σύνταγμα της χώρας δεν προσδιορίζει κάποια εθνική γλώσσα. Τα Χιντί, με τους περισσότερους ομιλητές, αποτελούν την επίσημη γλώσσα του κράτους, ενώ τα Αγγλικά έχουν διαδεδομένη χρήση στη διοίκηση, την εκπαίδευση και τον επιχειρηματικό κόσμο, ενώ χαρακτηρίζονται ως θυγατρική επίσημη γλώσσα. Εκτός από τα Χιντί, καμία άλλη γλώσσα δεν ομιλείται από ποσοστό μεγαλύτερο από 10% του πληθυσμού, ενώ κάθε πολιτεία και ένωση έχει τη δική της επίσημη γλώσσα, καθώς το σύνταγμα αναγνωρίζει 21 τοπικές γλώσσες.