Αντιμέτωπος με την ολοένα αυξανόμενη κριτική εκ μέρους της αντιπολίτευσης έρχεται ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν. Μπορεί η προεδρική θητεία του Ταγίπ Ερντογάν να λήγει τον Ιούνιο του 2023, αλλά είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι η Τουρκία έχει εισέλθει σε μία πολιτική κρίση.
Θεσμικά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αφού το κυβερνών AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) και το σύμμαχο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης του Ντεβλέτ Μπαχτσελί διαθέτουν άνετη πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση. Το πολιτικό κλίμα, ωστόσο, έχει βαρύνει πολύ για τον Τούρκο πρόεδρο.
Είναι διάχυτη η εντύπωση ότι έχει υπερβεί τα όρια, με αποτέλεσμα να εξωθεί τους πολιτικούς αντιπάλους του στη συγκρότηση μετώπου για να τον εκτοπίσουν από την εξουσία στις προεδρικές εκλογές του 2023. Προς το παρόν, φαίνεται ότι έχει κλείσει η συμπόρευση του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (αξιωματική αντιπολίτευση) με το Καλό Κόμμα της Ακσενέρ (απόσχιση από το κόμμα του Μπαχτσελί).
Στις σχετικές συζητήσεις συμμετέχουν και πρώην ανώτατα στελέχη του κυβερνώντος AKP, όπως ο Αλί Μπαμπατζάν (αρχιτέκτονας της οικονομικής ανόρθωσης στην Τουρκία) και ο Αχμέτ Νταβούτογλου (πρώην υπουργός Εξωτερικών και πρωθυπουργός). Κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι ενδέχεται να συμπράξει και ο Αμπντουλάχ Γκιουλ (πρώην πρωθυπουργός και Πρόεδρος Δημοκρατίας), αλλά δεν έχουν προς το παρόν επιβεβαιωθεί. Κάποιοι, πάντως, έχουν προτείνει τον Γκιουλ να είναι στις προεδρικές εκλογές ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης, απέναντι στον Ερντογάν.
Ο Γκιουλ είναι μία μετριοπαθής προσωπικότητα με απήχηση στο νεοοθωμανικό ρεύμα και με δυνατότητα να αποσπάσει ψήφους από το κυβερνών ΑΚΡ. Επίσης, θεωρείται δεδομένο πως εάν εκλεγεί θα επαναπροσανατολίσει την Τουρκία προς τη Δύση, διατηρώντας, όμως, και την σχετική ανεξαρτησία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής και σε ό,τι μας αφορά τις πάγιες θέσεις της Άγκυρας σε ελληνοτουρκικά και Κυπριακό.
Η υπόθεση με τους 10 δυτικούς πρεσβευτές ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι στην Άγκυρα. Οι κατά τα άλλα ανταγωνιστές Μεβλούτ Τσαβούσογλου και Ιμπραήμ Καλίν αναγκάστηκαν να συνεργαστούν και κατάφεραν να αποτρέψουν τη ρήξη με τη Δύση, αλλά η συγκεκριμένη υπόθεση λειτούργησε την τουρκική κρατική γραφειοκρατία σαν καμπανάκι κινδύνου.
Για την ακρίβεια, πληθαίνουν και στους κόλπους του καθεστώτος τα στελέχη που θέτουν πλέον ερωτήματα για το εάν ο Ερντογάν είναι σε θέση να κυβερνήσει με φρόνηση την Τουρκία. Με άλλα λόγια, ολοένα και περισσότεροι παράγοντες του τουρκικού δημόσιου βίου τον θεωρούν πλέον τυχοδιώκτη που μπορεί να προκαλέσει μεγάλη ζημιά στη χώρα τους.
Σ’ αυτό αναμφίβολα έχει συμβάλει αποφασιστικά και η εμμονή του Τούρκου προέδρου σε πολιτική χαμηλών επιτοκίων, που έχει ως αποτέλεσμα τη συνεχή σχεδόν υποτίμηση της τουρκικής λίρας. Μπορεί η τουρκική οικονομία να στηρίζεται σε παραγωγική βάση, αλλά η μεγάλη υποτίμηση του νομίσματος έχει επιβαρύνει πολύ όχι μόνο τα μικρομεσαία νοικοκυριά, αλλά και μεγάλες επιχειρήσεις που είχαν δανειστεί σε συνάλλαγμα.
Σε συνθήκες συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης, η «βαθιά Τουρκία», που παραδοσιακά στήριζε πολιτικά και εκλογικά τον Ερντογάν εμφανίζει φυγόκεντρες τάσεις ακριβώς επειδή τα λαϊκά στρώματα πλήττονται περισσότερο. Η εισβολή στη βόρεια Συρία, η αποστολή στρατευμάτων στη Λιβύη και ο νικηφόρος πόλεμος στο Ναγκόρνο Καραμπάχ του έδωσαν πόντους, δεδομένου ότι στην τουρκική κοινωνία κυριαρχεί άκρατος εθνικισμός στο ακροατήριο. Από την άλλη πλευρά, όμως, η πολιτική φθορά είναι μεγαλύτερη.
Αυτό αποτυπώνεται καθαρά και στις δημοσκοπήσεις, οι οποίες δείχνουν σταθερή υποχώρηση της εκλογικής επιρροής του ΑΚΡ. Η τελευταία δημοσκόπηση το δείχνει στο 32,7% από 36,1% που το έδειχνε η προηγούμενη. Αλλά και στο επίπεδο των μετώπων, η αντιπολίτευση δημοσκοπικά προηγείται της αντιπολίτευσης με 44,1% έναντι 41,6%.
Το κρίσιμο ερώτημα που εγείρεται με μεγαλύτερη ένταση είναι εάν ο Ερντογάν θα πάει ομαλά σε ελεύθερες εκλογές, όταν βλέπει ότι μάλλον θα τις χάσει. Απάντηση, βέβαια, δεν μπορεί να δοθεί, αλλά πολλοί στην αντιπολίτευση δεν κρύβουν την ανησυχία τους μήπως μεθοδεύσει την εκτροπή σε ανώμαλες καταστάσεις.
Ήδη έχουν αφεθεί αιχμές ακόμα και από τον Νταβούτογλου για τον ρόλο του βαθέως ερντογανικού κράτους στην διπλή βομβιστική επίθεση (96 νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες) σε μεγάλη συγκέντρωση υπέρ της ειρήνης στην Άγκυρα τον Οκτώβριο 2015, τρεις εβδομάδες πριν τις βουλευτικές εκλογές, τις οποίες είχε προκηρύξει ο Ερντογάν, επειδή δεν είχε εξασφαλίσει την επιθυμητή πλειοψηφία λίγους μήνες πριν.
Άλλοι θεωρούν πιθανόν να στηθεί υπόθεση υποτιθέμενου πραξικοπήματος, ενώ κάποιοι τρίτοι δεν αποκλείουν καθόλου έναν στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό με σκοπό να πουλήσει στο εθνικιστικό ακροατήριο μία εθνική νίκη! Σ’ αυτή την περίπτωση, πιθανότερο είναι να στραφεί με θερμό επεισόδιο κατά της Ελλάδας, ενώ κινήσεις αναμένεται να κάνει και στην Κύπρο.
Ο Ερντογάν έχει συνείδηση ότι στο επίπεδο του εθνικισμού μπορεί να αφοπλίσει πολιτικά τους αντιπάλους του. Αυτό δεν μπορεί να συμβεί στη Συρία και στη Λιβύη, δεδομένου ότι γι’ αυτές τις επιχειρήσεις οι κεμαλιστές έχουν τουλάχιστον επιφυλάξεις. Αντίθετα, στο μέτωπο με την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία πλειοδοτούν, οπότε είναι λογικό να στραφεί εκεί ο… σουλτάνος.
Το συμπέρασμα, πάντως, είναι ότι η πορεία προς τις εκλογές θα είναι ανώμαλη, χωρίς να αποκλείεται και η μη διεξαγωγή τους με κάποιο πρόσχημα. Έτσι όπως και ο ίδιος διαμορφώθηκε πολιτικοψυχολογικά από τα 20 χρόνια εξουσίας, ο Ερντογάν δύσκολα θα πάει ήσυχα σπίτι του. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται πρώην συνεργάτες του που τον γνωρίζουν καλά.