Σήμερα τιμάται ο Άγιος Νεκτάριος, ενώ η η Αίγινα γιορτάζει την επέτειο της κοίμησης του. Παράλληλα, θεωρείται προστάτης των φτωχών και των ανέργων, ενώ σύμφωνα με την παράδοση είχε πραγματοποιήσει θαύματα. Πιο αναλυτικά, γεννήθηκε στη Σηλυβρία της Θράκης την 1η Οκτωβρίου 1846 και ονομάζονταν Αναστάσιος Κεφαλάς. Σε ηλικία 14 ετών μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάστηκε ως υπάλληλος στο κατάστημα ενός συγγενή του, ενώ μελετούσε τα Πατερικά κείμενα και εκκλησιαζόταν τακτικά.
Να σημειωθεί πως η ζωή του Αγίου έγινε ταινία, με το όνομα, «Ο άνθρωπος του Θεού» και πρωταγωνιστή τον Άρη Σερβετάλη.
Έπειτα, εργάστηκε ως παιδονόμος στο σχολείο του Μετοχίου τού Παναγίου Τάφου, ενώ σε ηλικία 20 ετών διορίστηκε δάσκαλος στο χωριό Λίθιο της Χίου. Ως θιασώτης του μοναχικού βίου επισκεπτόταν συχνά την Ιερά Μονή των Αγίων Πατέρων και συζητούσε ώρες αμέτρητες για διάφορα θρησκευτικά θέματα με τον ηγούμενο γέροντα Παχώμιο.
Άγιος Νεκτάριος: Η ζωή του
Στις 7 Νοεμβρίου 1876 εκάρη μοναχός με το όνομα Λάζαρος στη Νέα Μονή της Χίου, ενώ το όνομα Νεκτάριος το έλαβε κατά τη χειροτονία του σε διάκονο (15 Ιανουαρίου 1877) από τον μητροπολίτη Χίου Γρηγόριο. Ταυτόχρονα, ένας πλούσιος κάτοικος της Χίου, ο Ιωάννης Χωρέμης, του έδωσε τη δυνατότητα να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αθήνα. Φοίτησε στο Γυμνάσιο, αλλά κατά τη διάρκεια των απολυτηρίων εξετάσεων ο ευεργέτης του πέθανε.
Τότε, κάποιοι γνωστοί του, τον σύστησαν στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρόνιο, ο οποίος εκτιμώντας τον χαρακτήρα του ανέλαβε τα έξοδα για τις σπουδές του στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην Αλεξάνδρεια χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στις 23 Μαρτίου 1886 από τον ίδιο τον πατριάρχη και ανέλαβε τα καθήκοντα του γραμματέα και του ιεροκήρυκα του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας. Στις 15 Ιανουαρίου 1889 χειροτονήθηκε μητροπολίτης της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Μητροπόλεως Πενταπόλεως στο Ναό του Αγίου Νικολάου του Καΐρου, χοροστατούντος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου.
Παρόλα αυτά, δράση του και η ταχεία άνοδος στα εκκλησιαστικά αξιώματα προκάλεσαν την αντίδραση κληρικών του πατριαρχείου, οι οποίοι τον διέβαλαν. Συγκεκριμένα, ανέφεραν πως θέλει να πάρει τον θρόνο από τον Σωφρόνιο. Έτσι, οι εισηγήσεις τους έγιναν αποδεκτές από τον Πατριάρχη, ο οποίος τον απομάκρυνε από το Πατριαρχείο.
Το 1889, ήλθε στην Αθήνα με σκοπό να μονάσει στο Άγιο Όρος, όμως, πολλοί εκκλησιαστικοί παράγοντες τον παρότρυναν να παραμείνει στην Ελλάδα, όπου η παρουσία του θα ήταν ωφελιμότερη. Επί ένα χρόνο αναζητούσε εργασία, ζώντας στην απόλυτη φτώχεια, ώσπου το 1891 διορίστηκε ιεροκήρυκας Ευβοίας (1891-1893), στη συνέχεια Φθιώτιδος και Φωκίδος (1893-1894) και μετά διευθυντής της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής στην Αθήνα (1894-1908). Μάλιστα, μετά τον θάνατο του πατριάρχη Αλεξανδρείας Σωφρονίου το 1899, ο Νεκτάριος κλήθηκε να τον διαδεχθεί, αλλά αρνήθηκε.
Το 1904 ίδρυσε στην Αίγινα τη γυναικεία Μονή της Αγίας Τριάδος, στην οποία και εγκαταβίωσε μετά την παραίτησή του από τη Ριζάρειο το 1908. Εκεί έγινε πανελληνίως γνωστός και σύμφωνα με την παράδοση τέλεσε πολλά θαύματα. Τότε, προκάλεσε την έντονη αντίδραση τοπικών παραγόντων, που τον διέβαλαν στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Δύο διαδοχικοί αρχιεπίσκοποι, ο Θεόκλητος και ο Μελέτιος, διέταξαν ανακρίσεις, αλλά δεν βρήκαν κάτι το μεμπτό.
Στις αρχές του 1919 προσβλήθηκε από καρκίνο του προστάτη, τον οποίο απέκρυψε από το περιβάλλον του. Συνέχισε την εκκλησιαστική δράση του, αλλά στα τέλη του Σεπτεμβρίου του 1920 οι πόνοι έγιναν αφόρητοι και με δυσκολία περπατούσε. Αναγκάστηκε να νοσηλευτεί στο «Αρεταίειο» της Αθήνας, όπου άφησε την τελευταία του πνοή λίγο πριν από τα μεσάνυχτα της 8ης Νοεμβρίου 1920. Κηδεύτηκε με πάνδημο τρόπο στην Αίγινα και ενταφιάστηκε στη Μονή τής Αγίας Τριάδας.
Στις 20 Απριλίου 1961, με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως συναριθμήθηκε «τοις οσίοις και αγίοις της Εκκλησίας», επειδή «…οσιότητι μεν και αγιότητι βίου διακριθείς και τύπον και υπογραμμόν αρετής και εγκρατείας και αγαθοεργίας παραστήσας και ζων και μετά θάνατον του χαρίσματος της των θαυμάτων ενεργείας παρά Θεού αξιωθείς…». Η ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Νεκταρίου έγινε στις 2 Σεπτεμβρίου 1963 και από τότε φυλάσσονται στη μονή που ο ίδιος ίδρυσε στην Αίγινα.