Ο Τάιλερ Ντόρσεϊ έδωσε μία συνέντευξη εφόλης της ύλης σχετικά με την προσωπική του ζωή και την καριέρα του στον Ολυμπιακό. Ο παίκτης των ερυθρολεύκων μίλησε σχετικά με το τρόπο που έγινε η αρχική πρόταση από τον Ολυμπιακό.
Ακόμη, ανέφερε ότι μεγάλωσε παρακολουθώντας τους Κόμπε Μπράιαντ και Σακίλ Ο’ Νιλ. Και συνεχίζει λέγοντας: “Αυτούς τους δύο θαύμαζα περισσότερο, ίσως επειδή ήμουν φαν των Λέικερς”. Ακόμη, αναφέρει ότι “Προσπάθησα να μπω στην αμερικανική ομάδα κάτω των 18, όμως, δεν τα κατάφερα. Κόπηκα.”
Αναλυτικά τα όσα είπε ο Τάιλερ Ντόρσεϊ στην επίσημη ιστοσελίδα του Ολυμπιακού
«Γεννήθηκα στην Πασαντίνα, στην Καλιφόρνια. Εγώ, η μητέρα μου, ο πατέρας μου και η αδελφή μου μείναμε εκεί πολλά χρόνια. Εκεί μεγάλωσα και το μπάσκετ ήταν πάντα στη ζωή μου. Η οικογένειά μου λατρεύει τα σπορ. Παρακολουθούσαμε αθλητικά κάθε μέρα και είχαμε ‘μάχες’ στον καναπέ, ειδικά όταν βλέπαμε τους Λέικερς με τους Σέλτικς! Η μαμά μου στηρίζει τους Σέλτικς. Επίσης, μεγάλωσα με τη γιαγιά και τον παππού μου. Ο παππούς μου ήταν Έλληνας και η γιαγιά μου πάντα έφτιαχνε ελληνικά φαγητά. Κάθε Σαββατοκύριακο πηγαίναμε επίσκεψη σε εκείνους και μαγείρευε για εμάς. Ήταν πραγματικά πολύ όμορφες στιγμές. Είχα πολύ όμορφη παιδική ηλικία. Φυσικά πάντα υπάρχουν δυσκολίες σε κάθε οικογένεια. Είχαμε και εμείς κάποιες οικονομικές δυσκολίες και κάποια άλλα ‘μικρά’ θέματα, αλλά το πιο σημαντικό ήταν το δέσιμο της οικογένειάς μας. Πάντα ήμασταν ενωμένοι».
Αν και ο «έρωτάς» του με την πορτοκαλί μπάλα ήταν κεραυνοβόλος, αδυνατεί να θυμηθεί την πρώτη τους… συνάντηση. «Δεν θυμάμαι καν πότε έπιασα για πρώτη φορά μπάλα μπάσκετ και ξεκίνησα να παίζω. Πρέπει να ήμουν μωρό. Σε ομάδα, αν θυμάμαι καλά, πήγα όταν ήμουν στην 3η δημοτικού. Δοκίμασα και άλλα αθλήματα, αλλά δεν μου άρεσαν… Δοκίμασα μπέιζμπολ και αμερικανικό ποδόσφαιρο, αλλά δεν μου άρεσε το ότι χτυπούσα στο κεφάλι. Πολύ γρήγορα αφοσιώθηκα στο μπάσκετ, γιατί ήξερα από πολύ νωρίς πως αυτό ήταν που ήθελα να κάνω. Οι γονείς μου δεν ήταν αθλητές, όμως, μας ‘έσπρωξαν’ να ασχοληθούμε με τα σπορ. Με άφησαν να επιλέξω αυτό που αγαπώ να κάνω και ερωτεύτηκα το μπάσκετ σε πολύ μικρή ηλικία».
Ο Σακίλ Ο’ Νιλ και το Real Estate
Βλέποντάς τον κάποιος σήμερα πολύ δύσκολα θα μπορούσε να φανταστεί πως ξεκίνησε ως σέντερ! «Μεγάλωσα παρακολουθώντας τους Κόμπε Μπράιαντ και Σακίλ Ο’ Νιλ. Αυτούς τους δύο θαύμαζα περισσότερο, ίσως επειδή ήμουν φαν των Λέικερς», λέει και εξηγεί πως του… προέκυψε ο θηριώδης σέντερ. «Ήμουν πάντα το πιο ψηλό παιδί και έπαιξα ως σέντερ. Όμως, από ένα σημείο και μετά σταμάτησα να ψηλώνω…». Αν και ήταν δύσκολο για κάποιον να προβλέψει τότε τη θέση που θα διακρινόταν, ήταν εύκολο να αντιληφθεί πως είχε μέλλον με την πορτοκαλί θεά στα χέρια του. «Είναι αλήθεια πως άνθρωποι του μπάσκετ θεωρούσαν από τότε πως είμαι καλός, οπότε πάντα είχα το μπάσκετ στο μυαλό μου, ειδικά από μια ηλικία και μετά».
Και κάπως έτσι έφτασε να γίνει ο σταρ του Oregon! «Στο κολέγιο πραγματικά το διασκέδασα. Είναι η ωραιότερη εμπειρία της ζωής μου. Έκανα φίλους και οι φίλαθλοί ήταν φανταστικοί. Είναι λίγο πολύ όπως εδώ. Είναι ‘τρελοί’ και κάνουν πολλή φασαρία! Από τη μία το διασκέδασα πολύ, από την άλλη, όμως, ήταν και σημαντικά χρόνια, γιατί ήταν η περίοδος που προσπάθησα να κάνω το επόμενο βήμα για να γίνω επαγγελματίας. Οπότε το πήρα αρκετά σοβαρά, παρότι όπως είπα και πριν προσπάθησα και να το απολαύσω, αλλά και να είμαι συνεπής στις σπουδές μου». Τελικά έμεινε απόλυτα πιστός μόνο στο μπάσκετ, καθώς… «Σπούδαζα διοίκηση επιχειρήσεων, όμως, δεν αποφοίτησα. Μου μένει 1.5 χρόνος και θα το κάνω κάποια μέρα. Μου αρέσει και θέλω να ασχοληθώ με τα ακίνητα. Ήδη έχω τη δική μου ιδιοκτησία και θέλω κάθε χρόνο να επεκτείνομαι σε αυτόν τον τομέα».
Η πρώτη ουσιαστική επαφή με την Ελλάδα
Παρά τις ελληνικές του ρίζες, δεν είχε σκεφθεί ποτέ να αγωνιστεί στην Εθνική Ελλάδος. Άλλωστε δεν είχε καταφέρει ποτέ πριν τα 18 του χρόνια να επισκεφθεί την χώρα μας. «Προσπάθησα να μπω στην αμερικανική ομάδα κάτω των 18, όμως, δεν τα κατάφερα. Κόπηκα. Δεν θυμάμαι, πλέον, ποιος είχε την ιδέα, αν ήταν της μητέρας μου ή του πατέρα μου να δοκιμάσω στην Εθνική Ελλάδος. Είχαν γνωρίσει κάποιον που μπορούσε να μας φέρει σε επαφή με τους αρμόδιους, όπως και έγινε. Εκτός από τον παππού μου, δεν είχα κάποια άλλη επαφή με την Ελλάδα. Δεν είχαμε επισκεφθεί ποτέ την χώρα, γιατί δεν είχαμε την οικονομική δυνατότητα. Οπότε όταν έπαιξα για την U19, ήταν η πρώτη φορά που τα καταφέραμε!».
Το γεγονός ότι βρέθηκε σε ένα εντελώς άγνωστο για εκείνον περιβάλλον, δεν ήταν και ότι πιο εύκολο μπορεί να συμβεί σε ένα παιδί της ηλικίας του. «Ήταν λίγο δύσκολο, όμως, το μπάσκετ και οι άνθρωποι που ήταν στην ομάδα με βοήθησαν πολύ να προσαρμοστώ. Στην αρχή ήταν ένα σοκ, επειδή όλα έγιναν γρήγορα. Όμως, προσαρμόστηκα και το απόλαυσα πραγματικά. Αυτό είναι το μπάσκετ και η δουλειά που κάνουμε, να προσαρμόζεσαι στις συνθήκες, σε διαφορετικές κουλτούρες. Το σημαντικό είναι να προσαρμόζεσαι και εγώ πλέον έχω συνηθίσει σε αυτό. Προσαρμόζομαι γρήγορα στα πάντα».
Στο μυαλό του μπορεί να μην υπήρχε εξ’ αρχής η Εθνική ομάδα, υπήρχε, όμως κάτι παραπλήσιο. «Πάντα ήθελα να παίξω στο ΝΒΑ. Αυτός ήταν ο στόχος μου. Δεν ήμουν σίγουρος αν θα έκανα καριέρα στην Ευρώπη, ήξερα, όμως, πως μια μέρα θα ερχόμουν και θα έπαιζα σε μια ελληνική ομάδα. Δεν είχα φανταστεί το πότε, αλλά είχα στο μυαλό μου πως μια μέρα θα συνέβαινε αυτό».
Το όνειρο που έγινε πραγματικότητα
Το 2017 αντί να ταξιδέψει στην Νέα Υόρκη για τη διαδικασία του ντραφτ, επέλεξε να κάθισει με την οικογένειά του στον αγαπημένο τους καναπέ. Όχι για να δώσουν κάποια από τις γνωστές τους μάχες, αλλά για να μάθουν μαζί αν το μεγάλο του όνειρο θα άρχιζε να αποκτά… σάρκα και οστά. «Το παρακολούθησα στο σπίτι. Δεν είχα πάει στη Νέα Υόρκη γιατί, αν και ποτέ δεν ξέρεις, δεν ήλπιζα πως θα επιλεγώ στον πρώτο γύρο. Οπότε προτίμησα να μείνω σπίτι με την οικογένειά μου. Παρακολουθούσαμε αρκετές ώρες μέχρι που φτάσαμε στον δεύτερο γύρο. Ήμασταν αρκετά νευρικοί λόγω της αναμονής, όμως, ήταν ευλογία όταν άκουσα το όνομά μου. Ήταν συναρπαστικό. Ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα».
Για την ιστορία ήταν οι Ατλάντα Χοκς που τον επέλεξαν στο Νο41, ενώ έσπευσαν να τον «δέσουν» με διετές συμβόλαιο. «Υπέγραψα για δύο χρόνια με τους Χοκς και τον δεύτερο χρόνο έγινα ανταλλαγή στο Μέμφις. Την πρώτη σεζόν δεν έπαιζα ιδιαίτερα στο ξεκίνημά της, οπότε πήγα στην αναπτυξιακή λίγκα για κάποια παιχνίδια. Μετά με επανέφεραν στην πρώτη ομάδα. Έκτοτε είχα αρκετά πήγαινε – έλα από την πρώτη ομάδα στην G-League.
Τι έγινε το δεύτερο χρόνο
Στο τέλος, όμως, είχα την ευκαιρία να παίξω αρκετά και να δείξω τι μπορώ να κάνω. Τον δεύτερο χρόνο έγινε πάνω κάτω το ίδιο. Έπαιζα σε κάποια ματς, σε κάποια άλλα όχι και μετά, γύρω στον Φεβρουάριο, έγινα ανταλλαγή. Περίπου είκοσι λεπτά πριν την ανταλλαγή δέχθηκα ένα τηλεφώνημα με το οποίο ενημερώθηκα ότι πάω στο Μέμφις. Εκεί αγωνίστηκα για μερικές εβδομάδες στην αναπτυξιακή ομάδα και μετά έγινε το ίδιο… πηγαινοερχόμουν στην πρώτη και στην αναπτυξιακή ομάδα. Τελικά, έκανα ένα καλό παιχνίδι και έμεινα στην πρώτη ομάδα ως το τέλος της σεζόν. Τελείωσα καλά την χρονιά».
Παρόλα αυτά, το ταξίδι στον μαγικό κόσμο του ΝΒΑ διακόπηκε. «Ποτέ δεν ξέρεις τι θα συμβεί. Σίγουρα είναι σημαντικό κομμάτι η σκληρή δουλειά, όμως, εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει η τύχη, το τάιμινγκ, οι καταστάσεις… Όλα αυτά μαζί και αν βρεις έναν καλό οργανισμό που σε πιστεύει και σου δίνει ευκαιρίες, μπορεί να λειτουργήσουν ώστε να πετύχεις. Είναι πολλοί οι παράγοντες… Όλα τα κομμάτια πρέπει να τοποθετηθούν στη σωστή θέση τη σωστή στιγμή».
Ερωτηθείς αν ένιωσε να αλλάζει ο χαρακτήρας του στο διάστημα που αγωνίστηκε στο κορυφαίο πρωτάθλημα του κόσμου, απάντησε: «Είμαι ο ίδιος. Για εμένα τίποτα δεν άλλαξε, ούτε τότε, ούτε τώρα, εκτός του ότι δεν μένω πλέον σε ένα μικρό διαμέρισμα, αλλά σε ένα μεγαλύτερο. Λατρεύω το μπάσκετ. Ακόμη και αν δεν πληρωνόμουν θα έπαιζα μπάσκετ. Προφανώς όλοι θέλουν να βγάλουν και χρήματα, όμως, εγώ απλά λατρεύω το μπάσκετ και θα έπαιζα και χωρίς χρήματα. Αυτό που έπρεπε να συνηθίσω και δυσκολευόμουν, ήταν να μην παίζω. Είναι μια πραγματική μάχη πνευματικά και θα έλεγα πως αυτό ήταν για εμένα το μεγαλύτερο εμπόδιο αυτά τα δύο χρόνια. Το να μείνω πνευματικά δυνατός όταν είχα να παίξω στην ουσία για μήνες».
Από την ψυχολογική μάχη, στον πραγματικό πόλεμο!
Οι πνευματικές δυσκολίες δεν τον κατέβαλαν. Παρότι είχε την ευκαιρία να συνεχίσει να παλεύει για μια θέση στο ΝΒΑ, σκέφτηκε ορθολογικά και μετακόμισε στο Ισραήλ. «Είναι σκληρό να κάθεσαι στην άκρη του πάγκου, όμως, όλα αυτά θεωρώ πως με βοήθησαν και με έκαναν αυτό που είμαι σήμερα. Μετά το Μέμφις δεν είχα προσφορά για εγγυημένο συμβόλαιο για τουλάχιστον έναν χρόνο. Είχα για δεκαήμερα συμβόλαια και δεν ήθελα να περάσω αυτή τη διαδικασία. Οπότε πήγα στην Μακάμπι για δύο χρόνια».
Το Ισραήλ δεν ήταν μια χώρα εντελώς ξένη για εκείνον. «Η γιαγιά μου και η μαμά μου γεννήθηκαν στο Ισραήλ. Δεν είχε να κάνει, όμως, αυτό σε τίποτα με το ότι πήγα στην Μακάμπι. Το είδα απλά ως μια καλή ευκαιρία να παίξω στην Ευρωλίγκα. Είχε προχωρήσει αρκετά η μεταγραφική περίοδος, ήταν τέλος καλοκαιριού και ήταν μια σπουδαία ευκαιρία. Το Ισραήλ είναι τόσο όμορφο, όσο είχα ακούσει ανθρώπους να το περιγράφδυν. Είναι πραγματικά όμορφα εκεί.
Όμως, η Πανδημία και πόλεμος έκαναν την κατάσταση πολύ δύσκολη για εμένα. Ο πόλεμος ήταν ο λόγος που έφυγα πριν ολοκληρωθεί η δεύτερη σεζόν μου εκεί. Δεν είχα βιώσει ποτέ ξανά κάτι τέτοιο και δεν ένιωθα ασφαλής. Έβλεπα στον ουρανό τις ρουκέτες, τις άκουγα. Ήταν οι σειρήνες… Ήταν τρελό. Ξημέρωνε ως μια απλή ήσυχη μέρα και ξαφνικά από το πουθενά μετά την προπόνηση και ενώ καθόμουν στον καναπέ μου, έβλεπα όλα αυτά να συμβαίνουν. Ήταν πάρα πολλές οι ρουκέτες. Από το διαμέρισμά μου έβλεπα τα πάντα. Ήταν τρομακτικό. Επιπλέον, το περνούσα όλο αυτό μόνος μου. Χωρίς την οικογένειά μου, χωρίς φίλους. Κανείς δεν μπορούσε να έρθει στην χώρα. Ήταν εφιάλτης για μένα, ακόμη κι αν για κάποιους ήταν κάτι νορμάλ. Δεν μπορούσα να το συνηθίσω. Δεν μπορούσα να το δεχτώ ως κάτι νορμάλ».
Το pressing των «ερυθρόλευκων» φιλάθλων
Μετά τη φυγή του από την Μακάμπι ο Τάιλερ Ντόρσεϊ προσπάθησε και πάλι να ανοίξει την πόρτα του ΝΒΑ. «Ήμουν free agent. Δεν ήξερα, ακόμη κι αν έμενα ως το τέλος της σεζόν, αν όλα θα ήταν καλά. Δεν ήξερα τι θα κάνω. Αρχικά ήθελα να εστιάσω στο να επιστρέψω στο ΝΒΑ, όμως, ούτε αυτή τη φορά προέκυψε εγγυημένο συμβόλαιο. Πριν τον Ολυμπιακό, νωρίς το καλοκαίρι, είχα κι άλλες προσφορές, όμως, δεν ήθελα να πάρω μια τέτοια απόφαση. Ήθελα να περιμένω για το ΝΒΑ να δω τι θα γίνει. Τελικά, από τη στιγμή που δεν μου προσφέρθηκε εγγυημένο συμβόλαιο, είπα το ‘ναι’ στην πρόταση του Ολυμπιακού. Ήξερα πως με ήθελαν. Οι Έλληνες φίλαθλοι πάντα μου έδειχναν την αγάπη τους. Από τότε που αγωνίστηκα στην Εθνική Νέων, πάντα ακολουθούσαν την καριέρα μου. Επίσης, ήξερα πως ήταν μια σπουδαία ευκαιρία, δεδομένου ότι ο Σπανούλης αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, οπότε μια θέση άνοιξε για εμένα εδώ. Ήταν μια σπουδαία ευκαιρία, σε μια πολύ καλή ομάδα. Παίζουμε πολύ καλά, έχουμε πολύ ταλέντο και αυτό είναι ακριβώς αυτό που ήθελα να κάνω… Να κερδίζω και να εξελίσσομαι διαρκώς ως παίκτης!».
Το pressing από τον κόσμο της ομάδας για να ντυθεί στα «ερυθρόλευκα» είχε αρχίσει πολύ νωρίς! «Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού πάντα μου έστελναν μηνύματα και μου έλεγαν ‘έλα στην ομάδα μας’! Ακόμη και όταν έπαιζα στην Μακάμπι, γιατί ήξεραν πως το καλοκαίρι θα ήμουν free agent». Ερωτηθείς αν νιώθει πίεση από το γεγονός ότι οι φίλαθλοι έχουν υψηλές προσδοκίες από εκείνον, απάντησε κατηγορηματικά. «Δεν μου ασκεί καμία πίεση, γιατί εγώ ο ίδιος περιμένω πολλά από τον εαυτό μου. Αυτό είναι το σωστό: Να περιμένουν πολλά από εμένα!».
«Πάντα στο πλευρό μας»
Δεν περιμένουν, όμως, μόνο οι φίλαθλοι πολλά. Περιμένει και ο Τάιλερ Ντόρσεϊ πολλά από εκείνους! «Φέτος, ο βασικός στόχος είναι τα πλέι οφ, όμως, μέχρι τότε έχουμε μακρύ δρόμο να διανύσουμε. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να διατηρήσουμε την ενέργεια που έχουμε και να συνεχίσουμε να κερδίζουμε. Όσο κερδίζουμε, τόσο περισσότερος κόσμος θα έρχεται στο γήπεδο. Και όσο περισσότερο μας αγαπούν και μας στηρίζουν οι φίλαθλοί μας, τόσο θα έχουμε ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο για να πετύχουμε».
Προς το παρόν, πάντως, δεν έχει κανένα παράπονο. «Μου αρέσει πάρα πολύ η ατμόσφαιρα που δημιουργούν στο ΣΕΦ! Είναι ιδιαίτερα θορυβώδεις και κάνουν τη ζωή δύσκολη όλων των αντιπάλων μας. Το χρειαζόμαστε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν, σε κάθε εντός έδρας αγώνα, ειδικά κόντρα στις μεγάλες ομάδες».
Αν και θαυμαστής του… ταμπεραμέντου των φίλων του Ολυμπιακού, ο ίδιος είναι σχεδόν ανέκφραστος κατά την διάρκεια των αγώνων. «Είναι αλήθεια πως διατηρούμαι πάντα σε ισορροπία. Δεν βγαίνω πολύ εκτός εαυτού. Μερικές φορές, βέβαια, το κάνω. Γενικότερα ο κόσμος μας με βοηθά να δίνω ώθηση στην ενέργειά μου και ας μην δείχνω τα συναισθήματά μου. Έτσι, όμως, είμαι και ζωή μου εκτός παρκέ. Πάντα ήρεμος».
«Μπορούμε να κερδίσουμε τους πάντες»
Ο στόχος που τέθηκε από την αρχή της σεζόν είναι τα πλέι οφ. Ο Ομογενής γκαρντ, ωστόσο, δεν διστάζει να παραδεχθεί πως θέλει το κάτι παραπάνω.. «Προσωπικά θέλω να φτάσω στο φάιναλ φορ. Ξέρω, όμως, πως υπάρχουν πολλά βήματα πριν από αυτό και το πρώτο είναι να φτάσουμε στα πλέι οφ».
Ερωτηθείς για το πως βλέπει την ομάδα μετά από οκτώ αγώνες στην Ευρωλίγκα και 6 αγωνιστικές στην Stoiximan Basket League, είπε: «Νιώθω πως αυτή τη στιγμή μπορούμε να αντιμετωπίσουμε οποιαδήποτε ομάδα, την καλύτερη ομάδα. Μπορούμε να είμαστε ανταγωνιστικοί κόντρα στους πάντες και να τους κερδίσουμε. Θεωρώ πως το έχουμε δείξει μέχρι στιγμής αυτό, όμως, σίγουρα θα πρέπει να βελτιωθούμε… Αμυντικά είμαστε καλοί και αυτό που θα πρέπει να κάνουμε είναι να ‘συνδέσουμε’ όλα τα κομμάτια μαζί και στην επίθεση. Επίσης, κάτι άλλο που θεωρώ πως πρέπει να βελτιώσουμε είναι το πως ξεκινάμε στους αγώνες. Σε κάποιους ξεκινάμε μουδιασμένα. Θα πρέπει να ξεκινάμε πιο δυνατά».