Την 1η Απριλίου του 1898 γεννήθηκε, στις ΗΠΑ, ο William James Sidis, που υπήρξε πιθανότατα ο εξυπνότερος άνθρωπος όλων των εποχών, αφού διέθετε ένα IQ που κυμαινόταν ανάμεσα στο 250 και στο 300 και θεωρείται το υψηλότερο που έχει ποτέ καταγραφεί.
Παρά την ευφυΐα του, όμως, δεν μπόρεσε να βρει την ευτυχία και πέθανε μόνος, φτωχός και ξεχασμένος από όλους. Ήταν Εβραιο-ουκρανικής καταγωγής και γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη, ενώ ο πατέρας του ήταν ψυχίατρος και πολύγλωσσος που είχε δημοσιεύσει πολλά πρωτοπόρα άρθρα σχετικά με τη “μη φυσιολογική ψυχολογία”.
William James Sidis: Μια υπέρλαμπρη αρχή
Όταν ο William James Sidis ήταν 18 μηνών, μπορούσε να διαβάσει εφημερίδα, ενώ στα 6 του χρόνια, μιλούσε επτά γλώσσες (Αγγλικά, γερμανικά, ρωσικά, γαλλικά, τουρκικά, εβραϊκά και αρμένικα), ενώ αργότερα δημιούργησε και μια δική του γλώσσα. Ο James Sidis θεωρείται μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις παιδιού – θαύματος.
Γράφτηκε στα 11 χρόνια του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και έδωσε διάλεξη στη Μαθηματική Εταιρεία του Πανεπιστημίου για τον τετραδιάστατο χώρο. Αποφοίτησε από εκεί στα 16 του, έχοντας αποφασίσει ήδη, ότι δυσκολεύεται να ζει σε ένα κόσμο που δεν τον καταλαβαίνει. Για εκείνον η τέλεια ζωή ήταν η μοναχική.
Παρά το γεγονός ότι υπήρξε αδιαμφισβήτητη διάνοια στα μαθηματικά, δεν τον άφηναν ασυγκίνητο και πολλοί άλλοι τομείς του ανθρώπινου επιστητού. Έγραψε πολλά άρθρα με ψευδώνυμο για ποικίλα θέματα από την Κοσμολογία μέχρι την ιστορία των Ινδιάνων της Αμερικής και από μελέτες για τον σχεδιασμό των οχημάτων μέχρι την ανθρωπολογία.
William James Sidis: Τα χρόνια της απομόνωσης και ο θάνατος
Το 1919 συνελήφθη και φυλακίστηκε για τη συμμετοχή του σε μια Εργατική Πρωτομαγιά, κατά τη διάρκεια της οποίας συνέβησαν επεισόδια. Πέρασε αρκετούς μήνες στο ψυχιατρείο του πατέρα του, προκειμένου να αποφύγει τη φυλάκιση. Πριν και κατά τη διάρκεια της απομόνωσής του έγραψε πολλά βιβλία σχετικά με τα θέματα της εμπειρίας του, τις πολιτικές απόψεις και τα ενδιαφέροντά του, όπως ήταν τα μέσα μαζικής μεταφοράς.
Προς το τέλος της ζωής του, ο Sidis έβγαζε τα προς το ζην ως υπάλληλος γραφείου ενώ ζούσε μόνος σε ένα μικρό διαμέρισμα. Το 1937, ο New Yorker εντόπισε τον Sidis και δημοσίευσε ένα εξαιρετικά μη κολακευτικό άρθρο για τις τότε καθημερινές συνθήκες διαβίωσής του. Τα επόμενα χρόνια θα ζητούσε αποζημίωση από το δικαστήριο για την κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής, αλλά η υπόθεσή του απορρίφθηκε το 1944.
Ο William James Sidis πέθανε σε ηλικία 46 ετών από εγκεφαλική αιμορραγία, την ίδια ακριβώς ασθένεια εξ αιτίας της οποίας πέθανε και ο πατέρας του σε ηλικία 56 ετών. Προσπάθησε να εργαστεί σε πιο απλές δουλειές όμως αναγκαζόταν να παραιτηθεί όταν οι συνάδελφοί του καταλάβαιναν ποιος είναι.
William James Sidis: Τι βρίσκεται πίσω από τον τραγικό θάνατό του
Για ποιο λόγο λοιπόν, αυτή η χαρισματική προσωπικότητα, δεν μπόρεσε να βρει την ευτυχία και πέθανε μόνος, φτωχός και ξεχασμένος από όλους;
Στο ερώτημα αυτό επικεντρώνεται η μυθιστορηματική βιογραφία που υπογράφει ο Μόρτεν Μπρασκ, η οποία αποτέλεσε τη βάση για την εξαιρετική ταινία «Ο ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ» του Γκας Βαν Σαντ με πρωταγωνιστή τον Ματ Ντέιμον. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, βασικός συντελεστής για την θριαμβευτική αλλά και θλιβερή πορεία της ζωής του Γουίλιαμ Σίντις , ήταν οι φιλοδοξίες του πατέρα του Μπόρις Σίντις που, ήταν ψυχίατρος και πίστευε στην καλλιέργεια της πρώιμης και χωρίς ενοχές αγάπης για την γνώση.
Όπως προκύπτει από την έρευνα του Μόρτεν Μπρασκ, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τα βιογραφικά στοιχεία του Σίντις, ο πατέρας του προσπάθησε να κάνει το παιδί του να χρησιμοποιήσει τις δυνάμεις του εγκεφάλου του από πολύ μικρός και φέρεται να έχει δηλώσει ότι ο γιος του «Δεν ήταν κάτι εξαιρετικό, αλλά ότι οποιοδήποτε παιδί θα μπορούσε να έχει την ίδια εξέλιξη με την κατάλληλη εκπαίδευση».
Η μη ισορροπημένη ανάπτυξη της προσωπικότητας του Γουίλιαμ Σίντις που υπήρξε διχασμένη ανάμεσα σε μια υπεραναπτυγεμένη διάνοια και έναν «καθυστερημένο» και εγκαταλειμμένο ψυχικό κόσμο, φαίνεται σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου. Ένα ιδιοφυές παιδί που προς χάριν της ευφυίας του, σύρεται να υπερβεί και να αρνηθεί την παιδική του ηλικία και την ανεμελιά της.
Εργάζεται με εξοντωτικούς, ακόμη και για ενήλικο, ρυθμούς, δεν παίζει, δεν διασκεδάζει, δεν έχει δικαίωμα στην ξενοιασιά, αλλά αντιθέτως περιφέρεται, άγεται και φέρεται υποχρεωτικά σε μαθήματα, σπουδαστήρια, διαλέξεις, εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα εξοντωτικό για τις ψυχικές αντοχές του.
Αυτό ίσως να εξηγεί την εκκεντρικότητα που άρχισε να αναπτύσσει ο Γουίλιαμ Σίντις στη ενήλικη ζωή του, αλλά και η αντίληψή του για την “τέλεια ζωή” που έδωσε και τον τίτλο του βιβλίου. Πρόκειται για μια δήλωση που είχε κάνει στους δημοσιογράφους ο ίδιος, αμέσως μετά την αποφοίτηση του από το Χάρβαρντ, όπου αναφερόμενος στα σχέδιά του για το μέλλον, είπε ότι θα ήθελε να ζήσει την “τέλεια ζωή” η οποία σύμφωνα με την άποψή του σήμαινε μια ζωή μοναχική.