Θα διακινδυνεύσω να απλοποιήσω το ζήτημα αυτό για να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα και στην συνεχεία θα δούμε και την δυσκολία της τελικής αξιολόγησης.
Έχουμε, λοιπόν ένα βασικό δημόσιο αγαθό, αρκετά σημαντικό τόσο για τα νοικοκυριά, όσο και για την παραγωγική δομή της χώρας. Και το λέω «βασικό» γιατί επί της ουσίας χωρίς νερό και ενέργεια δεν υπάρχει καν ζωή γύρω μας. Χωρίς το νερό δεν υπάρχει επιβίωση και χωρίς την ενέργεια δεν υπάρχει διαβίωση, μιας και όλα γύρω μας τελικά μπαίνουν σε κάποια πρίζα για να λειτουργήσουν.
Οι βασικές παράμετροι που πρέπει να εξετασθούν σε μία τέτοια περίπτωση είναι δύο:
- η εξέλιξη της ποιότητα της υπηρεσίας και
- το κόστος που την συνοδεύει.
Θα πάρω λοιπόν τα δύο ακραία σενάρια, για να δώσω έμφαση στις διαφορές και θα τα συγκρίνω μεταξύ τους.
Το πρώτο σενάριο είναι η επιχειρησιακή δραστηριότητα του αγαθού να ανήκει στον δημόσιο τομέα. Σε αυτήν την περίπτωση, και από πρότερη εμπειρία καταλαβαίνουμε όλοι ότι η εξέλιξη της ποιότητας της υπηρεσίας θα ήταν αργή, βασανιστική, αμφιλεγόμενη και τελικά μάλλον αμφίβολη. Αν για παράδειγμα ο ΟΤΕ είχε μείνει στο ελληνικό δημόσιο, μάλλον θα είχαμε μείνει ακόμα με τις μαύρες συσκευές με τα στριφτά καλώδια και θα παίρναμε το 0 όταν δεν θα έπιανε καλά η γραμμή. Οι πιο παλιοί από εμάς θα θυμούνται σίγουρα.
Το αγαθό αυτό βέβαια θα είχε μικρότερο κόστος για τους πολίτες και για τις επιχειρήσεις, το οποίο πλεονέκτημα βέβαια θα εξαερωνόταν όταν θα καλούμασταν να στηρίξουμε τον οργανισμό και τα αρνητικά οικονομικά του αποτελέσματα μέσω της αυξημένης φορολογίας.
Άσχετα λοιπόν, αν θα έκαναν οι πολίτες καλή ή κακή διαχείριση της χρήσης του αγαθού, στο τέλος της ημέρας όλοι θα πλήρωναν μέσω των φόρων τους αυτήν την κατάσταση.
Αν θεωρήσουμε ότι ο οργανισμός αυτός ανήκε στον ιδιωτικό τομέα, τότε η εξέλιξη της ποιότητας θα ήταν καλύτερη, με την παγκόσμια εμπειρία των τελευταίων 50 ετών, αλλά και το κόστος της υπηρεσίας ακριβότερο, γιατί κανένας ιδιώτης δεν θα ήθελε να είχε μια επιχείρηση που θα έχανε χρήματα.
Έτσι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις που θα απολάμβαναν αυτής της υπηρεσίας θα είχαν αφενός μεν μεγαλύτερο κόστος, αφετέρου δε θα είχαν μειωμένη φορολογία γιατί δεν θα χρειαζόταν το κράτος να επιδοτήσει αρνητικά αποτελέσματα.
Επιπροσθέτως το δημόσιο θα εισέπραττε φόρους από μια κερδοφόρα επιχείρηση, γεγονός που θεωρητικά τουλάχιστον θα μείωνε επιπλέον την φορολογία.
Άρα επί της ουσίας και προφανώς απλουστευμένα έχουμε να συγκρίνουμε δυο διαφορετικά συστήματα επιμερισμού του κόστους της υπηρεσίας στην κοινωνία.
Στην πρώτη περίπτωση, του δημόσιου οργανισμού, έχουμε ένα χαμηλό κόστος της υπηρεσίας, και παράλληλα ένα κόστος που το μοιράζονται όλοι μέσω των φόρων, άσχετα με την διαχείριση της ενέργειας που κάνει ο καθένας. Δηλαδή οι πιο σπάταλοι, μάλλον θα επωφελούνταν και θα βλάπτονταν οι πιο συνετοί.
Στην δεύτερη περίπτωση, του ιδιωτικού φορέα, το κόστος είναι μεγαλύτερο σε αντίστοιχη χρήση, αλλά δεν υπάρχει και κανένα κόστος να επιμερισθεί μέσω των φόρων. Έτσι είναι στο χέρι του καθενός και ανάλογα με την διαχείριση της υπηρεσίας που κάνει, να αυξομειώσει την δαπάνη του σύμφωνα με τις ανάγκες του, χωρίς παράλληλα να έχει και το επιπλέον το κόστος της επιδότησης του οργανισμού.
Επί της ουσίας δεν μιλάμε μόνο για δυο διαφορετικά συστήματα επιμερισμού του κόστους, αλλά κυριολεκτικά για δύο διαφορετικούς κόσμους, δύο διαφορετικές κουλτούρες, δύο διαφορετικούς τρόπους σκέψης.
Είναι η κολεκτιβοποίηση ενός αγαθού με συνολική συνεισφορά απέναντι στην δυνατότητα της προσωπικής ευθύνης και ατομικής διαχείρισης της υπηρεσίας.
Βέβαια στην περίπτωση της ΔΕΗ τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά και αρκετά πιο σύνθετα. Επειδή μιλάμε για ένα βασικό δημόσιο αγαθό, το δημόσιο πρέπει να έχει ένα λόγο, σε διάφορα θέματα, όπως την στρατηγική του εξέλιξη και την κερδοφορία του οργανισμού, τις αμοιβές του προσωπικού και άλλα ζητήματα που επηρεάζουν την οικονομική του κατάσταση, αλλά και τις τιμές προς την αγορά, όπως και ισχύει.
Βέβαια το ελληνικό δημόσιο δε έχασε την πλειοψηφία τώρα με την πολυσυζητημένη αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου, αλλά το 2017, όπου βάσει του Γ’ ένδοξου μνημονίου το 17% δόθηκε στο ΤΑΥΠΕΔ και το 34% στο υπερταμείο το οποίο είναι και δεσμευμένο για 99 χρόνια στους πιστωτές.
Για την ιστορία να πούμε ότι η ΔΕΗ το 2018 έχασε 904 εκατομμύρια, το 2019 έχασε 1,680 εκατομμύρια, δηλαδή 4,6 εκατομμύρια την ημέρα, και προφανώς ήταν στο χείλος του γκρεμού, σχεδόν χρεοκοπημένη. Κυριολεκτικά διασωληνομένη, και κλινικά νεκρή για πολλούς.
Για τους επενδυτές ήταν ανύπαρκτη και σκέτος εφιάλτης για τις τράπεζες Περιττό να πούμε ότι αν είχε ολοκληρωθεί η χρεοκοπία οι επιδράσεις στην ελληνική κοινωνία και στην οικονομία θα ήταν τρομακτικές. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ένα τέτοιο σενάριο θα μας γύρναγε στο 2010 εν μια νυκτί, και μάλλον δίκιο έχουν.
Η συνολική χρηματιστηριακή της αξία το 2018 ήταν περίπου 300 εκατομμύρια και με την πρόσφατη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου άντλησε 750 εκατομμύρια δίνοντας μόνο το 17%.
Σε απλά μαθηματικά η αξία της ΔΕΗ πολλαπλασιάστηκε 14 φορές τα τελευταία 3 χρόνια. Μάλλον κάτι έγινε σωστά την τελευταία χρονική περίοδο.
Αυτά τα χρήματα θα είναι μέρος από ένα επενδυτικό πλάνο περίπου 8 δισεκατομμυρίων ευρώ που θα χρησιμοποιηθούν μέχρι το 2026 για να κάνει στροφή στην πράσινη ενέργεια και να επεκταθεί στις χώρες τις ανατολικής Ευρώπης όπου υπάρχουν επενδυτικές ευκαιρίες στην ενέργεια.
Όσον αφορά τις τιμές του ρεύματος στην αγορά μάλλον θα συγκρατηθούν σε ανεκτό επίπεδο μιας και έχουμε και άλλους παρόχους ενέργειας που θα λειτουργήσουν ανταγωνιστικά.
Βέβαια είναι καταπληκτικό πως μέσα από διαφορετικά κομματικά και χρωματιστά γυαλιά βλέπουμε την όλη υπόθεση είτε ως σωτηρία είτε ως το απόλυτο ξεπούλημα.
Εξαρτάται βέβαια πως βλέπουμε το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο.
Μετά από αυτήν την σύντομη και μάλλον απλουστευμένη ανάλυση, θα ισχυριστώ ότι η τελευταία ΑΜΚ αφενός μεν μειώνει την κυριαρχία του δημοσίου απέναντι στον οργανισμό, αφετέρου δε θα υποστηρίξει μια αναπτυξιακή πορεία που τα οφέλη της θα φτάσουν και στην κοινωνία με διάφορους τρόπους. Θεωρώ ότι όλα αυτά είναι προς την σωστή κατεύθυνση και ελπίζω να επιβεβαιωθώ.
Κώστας Αγγελάκης