Έπειτα από 16 χρόνια κυβερνητικής σταθερότητας, η αποχώρηση της καγκελαρίου Μέρκελ εισάγει την Γερμανία σε μία μεταβατική περίοδο. Μία περίοδο η οποία ήδη έχει ξεκινήσει και σε πρώτο στάδιο συμπεριλαμβάνει δύσκολες διαβουλεύσεις για τον σχηματισμό της επόμενης κυβέρνησης μετά τις βουλευτικές εκλογές.
Γερμανία: Ξεκίνησαν οι διεργασίες για τον σχηματισμό κυβέρνησης
Ήδη από σήμερα το πρωί, οι ηγεσίες των διαφόρων κομμάτων που είναι πιθανό να συμμετάσχουν σ’ ένα μελλοντικό συνασπισμό συνεδριάζουν στο Βερολίνο και αναμένεται να δώσουν ενδείξεις για τις συμμαχίες που εξετάζουν.
Σύμφωνα με τα επίσημα προσωρινά αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν από την εκλογική επιτροπή, το κεντροαριστερό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) και ο επικεφαλής του Όλαφ Σολτς συγκέντρωσαν 25,7% των ψήφων, ξεπερνώντας με μικρή διαφορά τη συντηρητική ένωση Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών (CDU-CSU) του Άρμιν Λάσετ, που συγκέντρωσε το ιστορικά χαμηλό ποσοστό του 24,1%.
Ποτέ οι συντηρητικοί δεν είχαν πέσει κάτω από το όριο του 30%. Πρόκειται για ηχηρή ήττα για το στρατόπεδο της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ τη στιγμή που εκείνη συνταξιοδοτείται πολιτικά.
Πέρα απ’ αυτό, τίποτε δεν θεωρείται ακόμη πως έχει κριθεί στη χώρα. Διότι στη Γερμανία δεν είναι οι ψηφοφόροι που εκλέγουν απ’ ευθείας τον επικεφαλής της κυβέρνησης, αλλά οι βουλευτές, μόλις σχηματίσουν μια πλειοψηφία.
Η πλειοψηφία αυτή είναι τούτη τη φορά ιδιαίτερα περίπλοκο να σχηματισθεί διότι θα πρέπει να συμμετάσχουν τρία κόμματα -κάτι που έχει να γίνει από τα χρόνια του 1950- λόγω του κατακερματισμού των ψήφων.
«Η παρτίδα πόκερ αρχίζει», διαπιστώνει το περιοδικό Der Spiegel. Διότι «μετά την ψηφοφορία, τα ουσιαστικά ερωτήματα παραμένουν ανοικτά: ποιος θα είναι καγκελάριος; Ποιος συνασπισμός θα κυβερνήσει τη χώρα στο μέλλον;» σημειώνει.
Για τους σοσιαλδημοκράτες, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: «Αυτό που είναι βέβαιο είναι ότι πολλοί πολίτες» ψήφισαν το SPD διότι «θέλουν μια αλλαγή κυβέρνησης και επίσης επειδή θέλουν ο επόμενος καγκελάριος να ονομάζεται Όλαφ Σολτς», δήλωσε ο 63χρονος πολιτικός.
Το ζήτημα είναι πως ο κεντροδεξιός αντίπαλός του, παρά το «απογοητευτικό» αποτέλεσμα, δεν είναι διατεθειμένος να καθίσει στα έδρανα της αντιπολίτευσης: «θα κάνουμε ότι μπορούμε για να οικοδομήσουμε μια κυβέρνηση με επικεφαλής της Ένωση» CDU-CSU, διαβεβαίωσε ο χριστιανοδημοκράτης υποψήφιος.
Γερμανία: «Πριν από τα Χριστούγεννα»
Στη Γερμανία, οι συνομιλίες για το σχηματισμό νέας κυβέρνησης εξαρτώνται μόνο από τα πολιτικά κόμματα.
Στο τέλος των προηγούμενων εκλογών το 2017, ο σημερινός μεγάλος συνασπισμός δεν είχε καταστεί δυνατό να σχηματισθεί παρά μόνο έξι μήνες αργότερα, γεγονός που προκάλεσε πολιτική παράλυση στη Γερμανία, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ευρωπαϊκά ζητήματα.
Εντούτοις τόσο το SPD όσο και η κεντροδεξιά είπαν ότι έχουν στόχο να υπάρξει μια κατάληξη πριν από τα Χριστούγεννα. Θα τα καταφέρουν;
«Η Γερμανία θα πάρει την προεδρία της G7 το 2022», υπενθύμισε ο Λάσετ, και γι’ αυτό μια νέα κυβέρνηση πρέπει «να έρθει πολύ γρήγορα».
Με τα σημερινά δεδομένα, λύσεις είναι δυνατές για μια πλειοψηφία στην Μπούντεσταγκ, η οποία θα έχει αριθμό ρεκόρ 735 βουλευτών, δηλαδή 137 περισσότερους απ’ ότι πριν από τέσσερα χρόνια, σύμφωνα με την εκλογική επιτροπή.
Το SPD, με 206 βουλευτές, θα μπορούσε έτσι να συμμαχήσει με τους Πράσινους, που ήρθαν τρίτοι στην ψηφοφορία με 14,8% (118 βουλευτές) και τους φιλελεύθερους του FDP, ένα κόμμα της δεξιάς το οποίο συγκέντρωσε 11,5% (92 βουλευτές). Εναλλακτικά, οι συντηρητικοί (196 έδρες) θα μπορούσαν να κυβερνήσουν με τους Πράσινους και το FDP.
Σύμφωνα με μια δημοσκόπηση της Yougov που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη νύκτα, μια πλειονότητα των ψηφοφόρων ευνοεί την πρώτη επιλογή. Και 43% εξ αυτών εκτιμούν ότι ο Όλαφ Σολτς πρέπει να γίνει ο επόμενος καγκελάριος της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας.
Ρυθμιστές
Όλα θα εξαρτηθούν συνεπώς από την καλή βούληση δύο μικρών κομμάτων, που χαρακτηρίζονται σήμερα από την Bild «ρυθμιστές».
Ο επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ δήλωσε εξάλλου χθες, Κυριακή, πως θα ήταν «επιθυμητό» για το κόμμα του και τους οικολόγους «να συζητήσουν κατ’ αρχάς μεταξύ τους» πριν αποφασίσουν αν θα συμμαχήσουν με τους συντηρητικούς ή με τους σοσιαλδημοκράτες.
Για το παλαιότερο κόμμα της Γερμανίας, οι ερχόμενες εβδομάδες θα είναι μια δοκιμή. Στη διάρκεια όλης της προεκλογικής εκστρατείας, οι σοσιαλδημοκράτες έβαλαν τέλος στους θρυλικούς καβγάδες τους ανάμεσα στην αριστερή και την κεντρώα πτέρυγα για να υποστηρίξουν άπαντες τον επικεφαλής τους, νυν υπουργό Οικονομικών της Άνγκελα Μερκελ.
Όμως πως θα αντιδράσει το κόμμα αν ο νέος του «ήρωας Όλαφ» υποχρεωθεί να θάψει το μισό πρόγραμμά του για να καλοπιάσει τη φιλελεύθερη δεξιά;, αναρωτιέται η εφημερίδα Sueddeutsche Zeitung. Διότι το FDP δεν θα δεχθεί ποτέ μια αύξηση των φόρων για τους πλουσιότερους, όπως επιθυμούν το SPD και οι Πράσινοι.
Και σε τελική ανάλυση, υπογραμμίζει η εφημερίδα, ο σχηματισμός ενός συνασπισμού θα τεθεί σε ψηφοφορία μεταξύ των μελών του SPD. Το 2018 είχαν προτιμήσει να διορίσουν ένα ντουέτο αγνώστων της αριστερής πτέρυγας του κόμματος.