Τέλος εποχής. Αυτό έρχεται πιθανώς στο μυαλό κάθε Ευρωπαίου πολίτη όταν το μυαλό του «ταξιδεύει» στην Γερμανία και τις σημερινές εκλογές στην χώρα.
Το τέλος της εποχής της Άνγκελας Μέρκελ, της εμβληματικότερης και κεντρικότερης πολιτικής φυσιογνωμίας της ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας των τελευταίων 16 ετών.
Χαρακτηρίζοντας την ως εμβληματική, φυσικά δεν σημαίνει απαρέγκλιτα ότι η ίδια ήταν και καθόλα αποτελεσματική. Αντιθέτως, δίχως να μειώνουμε την πολύτιμη προσφορά της σε αρκετά μέτωπα, η Καγκελάριος της Γερμανίας αφήνει πίσω της πολλά άλυτα ζητήματα τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο και μάλιστα σε μία εκτεταμένη σειρά από κρίσιμους τομείς πολιτικής.
Οι ομοσπονδιακές εκλογές στη Γερμανία και η αποχώρηση της κατ ουσία «ευρωπαϊκής ηγεσίας» λαμβάνουν χώρα αναντίρρητα σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για την Ε.Ε.. Η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα κληθεί να διορθώσει τα σφάλματα της περιόδου Μέρκελ και παράλληλα να αναλάβει κρίσιμες πολιτικές πρωτοβουλίες τόσο για την ίδια την Γερμανία, όσο και την Ευρώπη.
Γερμανία: Τα φλέγοντα ζητήματα που αναζητούν λύση
Όπως προειπώθηκε, ο νέος καγκελάριος θα κληθεί να διαχειριστεί ζητήματα τόσο εσωτερικά, όσο και διεθνή.
Ως προς το εσωτερικό, φυσικά, ξεχωρίζουν οι τεράστιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που υφίστανται στην χώρα, παρά το γεγονός πως η Γερμανία είναι η πιο ισχυρή οικονομία της ΕΕ.
Παράλληλα, το κοινωνικό κράτος στην χώρα αντιμετωπίζει οικονομικά αδιέξοδα, κάτι που σημαίνει πως απαιτείται η αναζήτηση ενός νέου και συνάμα βιώσιμου μοντέλου κοινωνικής πολιτικής.
Ακολούθως, ένα ζήτημα όχι μόνο εσωτερικού αλλά και διεθνούς ενδιαφέροντος, το οποίο απασχόλησε τους υποψηφίους στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ήταν και η κλιματική αλλαγή. Ο νέος ηγέτης θα κληθεί να οδηγήσει όχι μόνο τη Γερμανία, αλλά και ολόκληρη την Ε.Ε. προς την κατεύθυνση της πράσινης μετάβασης, της βιώσιμης ανάπτυξης και της μείωσης των παραγόμενων ρύπων στις οικονομικές δραστηριότητες εν γένει. Θα πρέπει δηλαδή η χώρα – δρώντας ως παράδειγμα προς μίμηση – να αναμορφώσει την βιομηχανική παραγωγή της, η οποία εν τω μεταξύ ακόμη βασίζεται στην χρήση ορυκτών καυσίμων, αντικαθιστώντας τα με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ποιες είναι οι μεγαλύτερες προκλήσεις σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής που θα αντιμετωπίσει η επόμενη κυβέρνηση στη Γερμανία;
Οι σημερινές εκλογές στην Γερμανία είναι σημαντικές όχι μόνο για την ίδια την χώρα, αλλά και για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης.
Και αυτό γιατί, ο νέος Γερμανός καγκελάριος θα αναλάβει και τον «άτυπο, πλην όμως απόλυτα ουσιαστικό ρόλο» του «ηγέτη» της Ε.Ε.. Αυτό σημαίνει πως η νέα κυβέρνηση θα πρέπει όσο το δυνατόν γρηγορότερα να προσαρμοστεί στα καθήκοντά της και να προωθήσει λύσεις στα κρίσιμα ζητήματα που αντιμετωπίζει η ΕΕ εν συνόλω.
Την ίδια στιγμή, θα χρειαστεί πρόσθετος χρόνος ούτως ώστε ο νέος καγκελάριος να οικοδομήσει την εμπιστοσύνη αλλά και το αδιαμφισβήτητο πολιτικό status που η κα Μέρκελ οικοδόμησε σταδιακά κατά τα 16 έτη της εξουσίας της.
Στο μεταξύ, η Γαλλία, υπό τον πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν θα κινηθεί προκειμένου να καλύψει το κενό ισχύος που θα προκύψει για κάποιο διάστημα και να περιβληθεί τον μανδύα του ηγέτη της Ε.Ε. Ωστόσο, οφείλουμε να αναλογιστούμε πως κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο. Ο Γάλλος πρόεδρος δεν διαθέτει την ίδια απήχηση που απολαμβάνει η κα Μέρκελ στην Ευρώπη. Πρόσθετα, η Γαλλία δεν ασκεί πλέον τη διπλωματική επιρροή που κάποτε είχε.
Παρόλα αυτά, το πρόσωπο που θα βρεθεί στην ηγεσία της Γερμανίας από εδώ και στο εξής δεν θα μπορεί να αγνοήσει το Παρίσι και την γαλλική ισχύ εντός της Ε.Ε., γεγονός που σημαίνει ότι θα απαιτηθούν συνέργειες του γαλλογερμανικού άξονα για όλα τα κρίσιμα ζητήματα.
Στο διεθνές πεδίο, η πρωταρχική πρόκληση δεν θα είναι άλλη από την προσαρμογή της Ε.Ε. στο νέο – έστω και υπό διαμόρφωση τελούντα ακόμη – πολυπολικό κόσμο.
Εξελίξεις όπως η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας (AUKUS), καθώς και η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν, κατέστησαν πρόδηλο στις Βρυξέλλες πως οι μεγάλες δυνάμεις της υφηλίου αγνοούν την Ε.Ε. σε καίρια ζητήματα διεθνούς ασφάλειας.
Εν συντομία, οι Βρυξέλλες πρέπει να συγκεκριμενοποιήσουν κατά το δυνατόν περισσότερο το αναπτυσσόμενο «δόγμα» της αύξησης της ισχύος, του status και του ρόλου της Ε.Ε. στην διεθνή σκακιέρα, μέσω της «στρατηγικής αυτονομίας» της.
Τα κράτη μέλη της Ε.Ε. οφείλουν να αναπτύξουν την μεταξύ τους συνεργασία αν όντως επιζητούν έναν ενεργότερο ρόλο και φωνή στις διεθνείς υποθέσεις όπου προς το παρόν η Ε.Ε. είναι απούσα. Ειδάλλως, η Ευρώπη θα εξακολουθήσει να είναι διχασμένη και ανήμπορη αν κινηθεί ως ένα μπλοκ σε καίρια ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, η ενεργειακή αυτάρκεια, οι σχέσεις με τα άλλα κέντρα εξουσίας, οι εμπορικές συνεργασίες, η διεύρυνση ή η εμβάθυνση της Ένωσης, η άνοδος ακραίων κινημάτων κλπ.
Επιπροσθέτως, ύστερα από μία δεκαετή οικονομική κρίση, καθώς και τις πρωτόγνωρες συνθήκες που προκάλεσε η πανδημία, τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. αναζητούν το πως θα επουλώσουν γρήγορα τις οικονομικές πληγές τους. Η παρουσία της Μέρκελ κράτησε την Ευρώπη όρθια – ασχέτως του αν έγινε με γνώμονα τα γερμανικά οικονομικά συμφέροντα -, οπότε ο νέος καγκελάριος θα έχει δύσκολο έργο και εδώ. Παράλληλα, θεωρείται σχεδόν δεδομένο πως εντός του 2022 θα εκκινήσει η συζήτηση για το ταμείο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, αλλά και τη μεταρρύθμιση των κανόνων χρέους της ΕΕ. Την ίδια στιγμή, οι Βρυξέλλες περιμένουν την στάση που θα τηρήσει το Βερολίνο ως προς την επίτευξη της τραπεζικής ένωσης, τη χρηματοπιστωτική – οικονομική πολιτική, ενώ αίολο παραμένει και το ολοκληρωμένο πακέτο μέτρων για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων της Ευρώπης για το κλίμα.
Ολοκληρώνοντας, όποιος υποψήφιος κι αν κατορθώσει να πάρει την σκυτάλη από την Άνγκελα Μέρκελ σήμερα, δίχως αμφιβολία θα έχει να αντιμετωπίσει δύο καίρια προβλήματα. Αρχικώς, να αναζητήσει συνέργειες με τα κατάλληλα κόμματα και να χτίσει έναν βιώσιμο κυβερνητικό συνασπισμό. Δεύτερον, να οδηγήσει το ισχυρότερο κράτος της Ευρώπης στη νέα εποχή, την εποχή της Γερμανίας χωρίς την Μέρκελ.