Ραγδαίες εξελίξεις έχουμε στην υπόθεση της δολοφονίας της Καρολάιν, από τον Μπάμπη Αναγνωστόπουλο, μέσα στη μεζονέτα όπου διέμενε το ζευγάρι στα Γλυκά Νερά.
Οι ανακριτικές Αρχές ανέμεναν την ανάλυση της κάρτας μνήμης της κάμερας στο σαλόνι του σπιτιού, που αφαίρεσε ο πιλότος, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν προχώρησε σε αυτή την πράξη πριν ή μετά το άγριο έγκλημα.
Ουσιαστικά, εάν αποδειχτεί ότι ο συζυγοκτόνος αφαίρεσε την κάρτα μνήμης πριν από τη δολοφονία, τότε ενισχύεται το σενάριο περί προμελέτης του εγκλήματος.
Τι συνέβη;
Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες που μετέδωσε ο Alpha υπάρχει μία εξέλιξη που περιπλέκει την κατάσταση. Και αυτό, γιατί όπως αναφέρει το ρεπορτάζ, οι ειδικοί στα εγκληματολογικά εργαστήρια της αστυνομίας δεν κατάφεραν να καταλήξουν στο πότε ακριβώς αφαιρέθηκε η κάρτα μνήμης από την κάμερα.
Οι αστυνομικοί στην παρούσα φάση αδυνατούν να απαντήσουν στον ανακριτή, ακριβώς τι ώρα ο πιλότος αφαίρεσε την κάρτα μνήμης,
Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε τα στοιχεία αυτά να σταλούν στην Κίνα, όπου βρίσκεται η μητρική εταιρεία που κατασκεύασε την κάμερα, σε μία προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα, που παραμένει αναπάντητο.
Τα Γλυκά Νερά (παλαιότερα Λυκάνουρα) στην αρχαιότητα αποτελούσαν έκταση του αρχαίου Αθηναϊκού Δήμου Παλλήνης της Αντιοχίδος φυλής, που απλωνόταν στις βορειοανατολικές πλαγιές του Υμηττού.
Σήμερα συνιστούν σύγχρονο και αναπτυσσόμενο βόρειο προάστιο της Αθήνας, μέρος του πολεοδομικού συγκροτήματος της Αθήνας στα Μεσόγεια Αττικής και ταυτόχρονα πέρασμα προς το Λεκανοπέδιο των Αθηνών. Από τον 5ο αι. π.Χ. και μέχρι την ρωμαϊκή κατάκτηση ευρήματα που έρχονται στο φως στην περιοχή μαρτυρούν διαρκή εποικισμό. Σε πρόσφατες ανασκαφές δε σε προϊστορικό νεκροταφείο που εντοπίζεται στο λόφο Φούρεσι, αποκαλύπτονται μυκηναϊκά ειδώλια που ανάγονται στο 1.400 π.Χ. Επιπλέον, τα ερείπια παλαιοχριστιανικού ναού μαρτυρούν την πρώιμη οργάνωση χριστιανικής κοινότητας.
Στα νεότερα χρόνια τα Γλυκά Νερά συνιστούν πευκόφυτη αγροικία της Παιανίας, απ’όπου επιχειρούν ανεπιτυχώς να αποσπασθούν για πρώτη φορά το 1966, ενώ το 1969 κατορθώνουν να αναγνωριστούν με νέα δικαστική απόφαση ως αυτόνομη “Κοινότητα Γλυκών Νερών”. Η σύγχρονη πόλη αποτελεί προάστιο των Αθηνών και εκτείνεται 13 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του κέντρου της Αθήνας και 4 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Παλλήνης. Διοικητικά υπάγεται στη Νομαρχία Ανατολικής Αττικής και απλώνεται σε έκταση 9.250 στρεμμάτων.
Ο πληθυσμός της περιοχής ανέρχεται σύμφωνα με την απογραφή του 2001 σε 6.623 κατοίκους, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 2000 αναγνωρίζεται ως Δήμος συγκεντρώνοντας περί τους 10.000 δημότες. Το 2001 αντιστοιχούσαν 716 κάτοικοι σε κάθε χμ2, ενώ σήμερα αντιστοιχούν περί τα 1.189 άτομα.
Τα Γλυκά Νερά συνδέονται με την υπόλοιπη Αθήνα και την Ανατολική Αττική μέσω των Λεωφόρων Λαυρίου, Σπάτων και Μαραθώνος, ενώ μετά το 2004 αποτελούν ιδιαιτέρως προνομιούχο περιοχή με τη σύνδεσή τους με την Περιφερειακή Υμηττού, την Αττική Οδό, το Μετρό και τον Προαστιακό μέσω των Σταθμών “Δουκίσσης Πλακεντίας” και “Κάντζα”.
Η πόλη χωρίζεται σε δύο τμήματα, το ένα εκ των οποίων είναι οικοδομημένο πέριξ του λόφου Φούρεσι και το δεύτερο στις πλαγιές του Υμηττού. Το σχέδιο πόλεως επεκτείνεται σταδιακά προς την Παιανία (περιοχή Μιχούλι), ενώ γειτνιάζει με δασική ζώνη προστασίας του βουνού, κάτι που καθιστά τα Γλυκά Νερά δημοφιλή προορισμό για κατοικία. Σταδιακά μετατρέπεται σε περιοχή αμιγούς κατοικίας και το κέντρο του Δήμου συγκεντρώνεται επί της Λ. Λαυρίου, στα σύνορα με την Κάντζα.
- Η εμπορική αξία εκτείνεται κατά μήκος της λεωφόρου, κυρίως στο ύψος του κέντρου, ενώ στα διοικητικά όρια του Δήμου εντάσσεται και ο Ιερός Ναός Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, στο ανατολικό άκρο του λεκανοπεδίου.
- Η αρχιτεκτονική παρουσιάζει ομοιομορφία, με χαμηλά οικοδομήματα στη φιλοσοφία της κεραμοσκεπούς, χαμηλού ύψους, αυτόνομης κατοικίας στα πρότυπα του Γέρακα και του Πατήματος.
- Μεγάλη προσέλευση πληθυσμού παρατηρείται κατά τη δεκαετία του ’80, ενώ στη δεκαετία του 1990 διαφαίνεται διστακτικότητα λόγω λειτουργίας του σταθμού και του κέντρου ερευνών της ΔΕΗ στα σύνορα με την Κάντζα.
- Αυτή η διστακτικότητα αναχαιτίζεται μετά τα σημαντικά έργα του 2004.