Σαν σήμερα 12 Σεπτεμβρίου, το μακρινό 1967, η Χούντα των Συνταγματαρχών έβαζε τέλος στα μπαρ της κακόφημης πειραικής συνοικίας.
Η περιβόητη περιοχή της Τρούμπας στο λιμάνι του Πειραιά υπήρξε για αρκετά χρόνια η πιο κακόφημη συνοικία της πόλης.
Οι λόγοι λίγο πολύ γνωστοί στους περισσότερους: τα καμπαρέ της, ο υπόκοσμος με τις κακές συνήθειες, αλλα και τα «κόκκινα φανάρια» που ήταν άλλωστε και η αφορμή για να μεταφερθούν πριν από αρκετά χρόνια και στη μεγάλη οθόνη.
Η περιοχή της Τρούμπας
Η Τρούμπα είναι περιοχή του Πειραιά και αποτελεί το δυτικό μέρος της συνοικίας της Τερψιθέας προς τον κεντρικό λιμένα. Το όνομά της το οφείλει σε μια μεγάλη τρόμπα νερού που ήταν τοποθετημένη από τη δεκαετία του 1860 σε μια στέρνα στη διασταύρωση της σημερινής λεωφόρου 2ας Μεραρχίας με την παραλιακή, από την οποία αντλούσαν νερό τα τότε ατμόπλοια του λιμανιού. Στη διάρκεια του μεσοπολέμου ξεκίνησαν τα έργα ανάπλασης των προβλητών με συνέπεια η τρόμπα αυτή να αφαιρεθεί και να καταστραφεί.
Τα «Κόκκινα Φανάρια»
Τα «Κόκκινα Φανάρια» καταλάμβαναν ένα μεγάλο τετράγωνο ανάμεσα στις οδούς Ακτή Μιαούλη, τη Φιλελλήνων, την Κολοκοτρώνη και τη Σωτήρος Διος και είχε ως επίκεντρο τους δρόμους Φίλωνος και Νοταρά. Καρδιά της Τρούμπας ήταν η μακρόστενη οδός Νοταρά, όπου βρίσκονταν οι περισσότεροι από τους οίκους ανοχής, ενώ στις γειτονικές οδούς Φίλωνος και Κολοκοτρώνη ήταν τα μπαρ και τα καμπαρέ.
12 Σεπτεμβρίου 1967: Η ιστορία
Από τις αρχές του 20ού αιώνα στην Τρούμπα λειτουργούσαν κακόφημα μπαρ, οίκοι ανοχής και καμπαρέ. Ωστόσο, η εικόνα της Τρούμπας που υπάρχει σήμερα αφορά κυρίως την περίοδο από την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 μέχρι την επιβολή της χούντας το 1967, καθώς προπολεμικά αρκετοί οίκοι ανοχής βρίσκονταν και σε άλλα σημεία του Πειραιά, κυρίως στα Βούρλα της Δραπετσώνας, με αποτέλεσμα να «μοιράζεται η δουλειά» ενώ από το 1944 όλοι συγκεντρώθηκαν στην Τρούμπα. Το κλείσιμο των οίκων ανοχής στα Βούρλα το 1937 και η μετατροπή τους σε φυλακές είχε ως άμεσο αποτέλεσμα οι ιερόδουλες που βρίσκονταν εκεί να μεταφερθούν στην Τρούμπα μέχρι που τα έκλεισε ο δήμαρχος Αριστείδης Σκυλίτσης 30 χρόνια μετά.
Οι οίκοι ανοχής γρήγορα πολλαπλασιάστηκαν, μιας και το περιβάλλον προσφερόταν, λόγω της συχνής διέλευσης των ναυτικών. Ωστόσο, επειδή εκτός από τους οίκους ανοχής, υπήρχαν και σπίτια ανθρώπων που ζούσαν χρόνια στην περιοχή, προκειμένου να μην έχουν «περίεργες» επισκέψεις είχαν κολλήσει στις πόρτες τους ταμπέλες που έγραφαν «εδώ μένουν οικογένειες».
Ιστορίες γυναικών
Όπως αναφέρει το blog pisostapalia, πίσω από τον χορό τη μουσική και τα φώτα όμως, τα ωράρια των γυναικών αυτών ήταν πραγματιά απάνθρωπα: Τα κορίτσια δούλευαν δέκα το πρωί με δέκα το βράδυ και δέχονταν 100 με 120 βίζιτες την ημέρα, ενώ όσες δεν συμμορφώνονταν αποκτούσαν μια χαρακιά στο μάγουλο από τους νταβατζήδες τους, «προς γνώσιν και συμμόρφωσιν».
Οι ιστορίες των γυναικών αυτών ήταν συνήθως ιστορίες καταπίεσης, μοναξιάς ή απελπισμένου έρωτα. Μερικές από τις πιο γνωστές ιστορίες της Τρούμπας ήταν η Στέλλα από τη Λαμία που εκμεταλλεύτηκε κάποιος Αντώνης και την έκανε πόρνη στην Τρούμπα και μία μέρα η Στέλλα τον πυροβόλησε στο πόδι και η Δέσποινα πρώην ιερόδουλη και ερωμένη του νταβατζή και ιδιοκτήτη του Puerto Rico Bar ο οποίος όμως αν και την έβγαλε από την πορνεία, την απατούσε συστηματικά και εκείνη τυφλωμένη από ζήλια τον περιέλουσε με βιτριόλι.
Στα πορνεία της Τρούμπας, η βίζιτα κόστιζε περίπου 27 δραχμές κανονικά, όμως όταν έφτανε ο 6ος στόλος, το ποσό διπλασιαζόταν, αφού οι Αμερικάνοι ναύτες ήταν η εύκολη λεία για τους νταβατζήδες και από τότε προέκυψε η έκφραση «αμερικανάκι» ως συνώνυμο του κορόιδου.
Εκτός από τα 57 σπίτια τα οποία αναφέρονταν στα αρχεία της Αστυνομίας Πειραιώς, υπήρχαν κι’ άλλα 40 στην γύρω περιοχή με ιερόδουλες, οι οποίες όμως δεν ήταν «δηλωμένες» στο Τμήμα Ηθών και δούλευαν παράνομα με το φόβο των εφόδων της αστυνομίας.
Μετά τη δύση του ηλίου ένας άλλος κόσμος της νύχτας επικρατούσε με πρωταγωνιστές τους σκληρούς νονούς του υποκόσμου, τους προαγωγούς και τις ιερόδουλες. Υπήρχαν αιματηρές συμπλοκές και πολλά κοινωνικά δράματα, τα οποία απαθανάτισε ο ελληνικός κινηματογράφος της δεκαετίας του 1960. Στην Τρούμπα λειτουργούσαν επίσης και τρεις κινηματογράφοι (Φως, Ηλύσια και Ολύμπικ), που προέβαλαν από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ σε καθημερινή βάση ταινίες ακατάλληλου για ανηλίκους περιεχομένου. Γενικά την εποχή εκείνη όλη η περιοχή ήταν υποβαθμισμένη και χαρακτηριζόταν κακόφημη.
Σε εφημερίδες τις δεκαετίας του 60’ υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα για ανεξιχνίαστες δολοφονίες στην Τρούμπα, λόγω των καθημερινών συμπλοκών που είχαν οι «προστάτες» για τις ιερόδουλές ή εξαιτίας διαφωνιών με πελάτες.
Το 1967 ο τότε δήμαρχος Πειραιά Αριστείδης Σκυλίτσης αποφασίζει την απαγόρευση όλων των δραστηριοτήτων στην περιοχή, αφού πέραν των συνθηκών που είχαν δημιουργήσει γκέτο για τους Πειραιώτες, η εγκατάσταση ναυτιλιακών εταιρειών στην Ακτή Μιαούλη ήταν μία καλή ευκαιρία για αναδόμηση, εκκαθάριση και ανάπτυξη της περιοχής. Μέχρι το 1970 το λιμενικό είχε πλέον τον πλήρη έλεγχο, ενώ τα περισσότερα νυχτερινά κέντρα και τα καταγώγια της εποχής κατεδαφίστηκαν.
12 Σεπτεμβρίου 1967: Πως ξεκίνησαν οι οίκοι ανοχής – Βούρλα
Η κίνηση από το λιμάνι, πέρα από τα πολλά οφέλη για τους Πειραιώτες, είχε και ορισμένες άλλες… πλευρές, όπως η ανάγκη δημιουργίας των πρώτων «χαμαιτυπικών παραπηγμάτων». Το 1855 εκδίδεται από τη Διεύθυνση Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς κανονιστική ρύθμιση «περί κοινών γυναικών και οίκων ασωτείας», με την οποία προβλέπεται ότι μπορούν να δημιουργούνται «όπου είναι αναγκαίοι ένεκα του πλήθους των κατοίκων και της συρροής ξένων». Στον Πειραιά δημιουργούνται τέσσερις «οίκοι ασωτείας», με διευθύντριες ισάριθμες γυναίκες, και μάλιστα το ένα το είχαν δύο αδελφές, η Λουκία και η Αικατερίνη.
Ομως σταδιακά αρχίζουν να γίνονται παράπονα από περίοικους και γι’ αυτό το 1867 ο δήμος ξεκινάει ενέργειεςσυγκεντρώσει σε έναν χώρο τους οίκους ανοχής. Το σκεπτικό ήταν ν’ αποτραπεί η διάδοση μολυσματικών ασθενειών, πράγμα που βρίσκει σύμφωνο το Ιατροσυνέδριο καθώς κρίνει ότι «καμμία κοινή γυναίκα δεν θα αποφεύγει τον ιατρικό έλεγχο».
Σε έγγραφα που υπάρχουν στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά αποτυπώνεται μεγάλο μέρος από την ιστορία της δημιουργίας του πρώτου «συγκροτήματος» οίκων ανοχής. Για την κατασκευή του επιλέχθηκε μια ερημική περιοχή πίσω από το τότε νεκροταφείο, στον Αγιο Διονύσιο, όπου υπήρχε έλος και από εκεί είχε πάρει το όνομα Βούρλα.
Μετά από συνεχείς πιέσεις του δήμου η κυβέρνηση παραχώρησε σ’ αυτήμ την περιοχή 8 στρέμματα «εθνικών γαιών» για την ανέγερση «καταστημάτων» κοινών γυναικών. Ο προϋπολογισμός «διά την ανέγερση χαμαιτυπείου εις τον Πειραιά» ήταν 32.406 δραχμές και αποφασίζεται να κατασκευαστεί και να λειτουργήσει από ιδιώτη υπό την εποπτεία του δήμου (όπως θα λέγαμε σήμερα κατασκευάστηκαν με Σύμπραξη Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα).
Η πρώτη ανεπίσημη προσφορά για την ανάληψη του έργου γίνεται εγγράφως, στις 17 Μαΐου 1872, από μια γυναίκα που δηλώνει αγράμματη, υπογράφει ως «Μαριγώ χήρα Αντωνίου» και είναι ιδιοκτήτρια ενός από τους τέσσερις οίκους ανοχής του Πειραιά. Η Μαριγώ προτείνει στον δήμο να αναλάβει η ίδια την κατασκευή και αφού το λειτουργήσει για 50 χρόνια να περιέλθει σε αυτόν.
Η ίδια θα επανέλθει μετά ένα χρόνο (18.4.1873) με νέα, πιο αναλυτική, προσφορά για την κατασκευή τεσσάρων οίκων, με την καταβολή ενοικίου «εφ’ όρου ζωής». Η προκήρυξη εκδίδεται τον Ιούλιο του ίδιου έτους και όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά (18 και 24.1.1874) κατατίθενται τελικά δύο προσφορές. Τα πορνεία ήταν περιφραγμένα και οι ιερόδουλες απαγορευόταν να βγουν από αυτά, ενώ δεν επιτρεπόταν και η είσοδος μετά τις 10 το βράδυ.
Η Τρούμπα στη μεγάλη οθόνη
Ο κινηματογραφικός φακός κατέγραψε την μια πλευρά της συνοικίας, καταφέρνοντας να πυροδοτήσει την πεινασμένη ερωτικά νέα γενιά της εποχής. Η γραφικότητα της περιοχής αποτέλεσε ιδανικό σκηνικό για πολλές ελληνικές ταινίες που είτε διεκδίκησαν, όπως τα «Κόκκινα Φανάρια», είτε απέσπασαν ένα Όσκαρ όπως το «Ποτέ την Κυριακή». Στα σοκάκια και τα καμπαρέ της ψέλλισαν τις πρώτες τους ατάκες πρωτοεμφανιζόμενοι ηθοποιοί, όπως ο Φαίδων Γεωργίτσης και η Ελένη Ανουσάκη. Σε ένα από τα παράθυρά της ακούστηκε για πρώτη φορά η φωνή της Βίκυς Μοσχολιού που έκανε την Ελλάδα να ανατριχιάσει και στο Τζων Μπουλ ήταν που ξεκίνησε την καριέρα του ο «Πολ Άνκα της Ελλάδος», ο Γιάννης Βογιατζής.
«Τα κόκκινα Φανάρια», 1963, σε σκηνοθεσία Γεωργιάδη, μουσική Ξαρχάκου με τους Καρέζη, Κατράκη , Χρονοπούλου, Παπαμιχαήλ, το «Καλώς ήρθε το δολάριο», του 67 σε σκηνοθεσία Α. Σακελλαρίου, με τους Κωνσταντίνου, Καλουτά, Μουστάκα, Λινάρδου, η «Λόλα», του 1964, σε σκηνοθεσία Ντ. Δημόπουλου με τους Καρέζη, Κούρκουλο, Παπαγιαννόπουλο, Ζερβό, Καλογήρου, το «Κάθαρμα», η ασπρόμαυρη ταινία του Κ. Ανδρίτσου, γυρισμένη το 63 με τους Φούντα, Κοντού, Στρατηγό.
«Το κορίτσι της Αμαρτίας», του 1958, σε σκηνοθεσία Δ. Αθανασιάδη, με τους Μπάρκουλη, Γαϊτάνου, Βέγγο, το «Σκότωσα για το παιδί μου», του 1962 σε σκηνοθεσία Δ. Αθανασιάδη, με τους Χατζηαργύρη, Κακαβά, και η «Τρούμπα ΄67», του Γρηγορίου γυρισμένη το 1967 με τους Φούντα, Θεοχάρη, Αρβανίτη, Μούτσιο, Καλογήρου είναι μερικές από τις ταινίες που κατέγραψαν την πιο κακόφημη συνοικία του Λιμανιού και τα βάσανα των κοριτσιών που περπατούσαν στα στενά της.
Κατά την διάρκεια του Β’ παγκοσμίου πολέμου όλο το θαλάσσιο μέτωπο του Πειραιά υπέστη εκτεταμένες καταστροφές από τους βομβαρδισμούς. Τότε ήταν που άδειασε και η Τρούμπα από τους περισσότερους μόνιμους κατοίκους της. Η πείνα και η εξαθλίωση του πληθυσμού συνετέλεσαν σε αυτό. Τα πρώτα «σπίτια» και τα καμπαρέ έκαναν την εμφάνιση τους έχοντας σαν πελάτες Γερμανούς και μαυραγορίτες. Η περίοδος που ακολούθησε μετά τον πόλεμο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν τα χρόνια της ακμής της.
Από το κέντρο του αγοραίου έρωτα δεν έλειπαν όμως και πάλι οι φασαρίες με τους νταήδες να τσακώνονται συχνά πυκνά με τους ναυτικούς όπως φαίνεται από το αστυνομικό δελτίο.
«Στα 1960-65 ή Τρούμπα ήταν στις…. δόξες της. Οι οίκοι ανοχής ήταν πάρα πολλοί και ανάμεσά τους τα καμπαρέ με επικεφαλής τον “Τζων Μπουλ”. Θα θυμάστε την ιστορία με τον συνιδιοκτήτης του, τον Γεώργιο Βεϊζαδέ, που μαζί με την Αντιγόνη, την γυναίκα του, σιδέρωσαν την κακόμοιρη την Σπυριδούλα. Ακόμα και όταν κατεδαφίστηκε, την δεκαετία του ’70 κάθε φορά που περνούσα από εκεί με έπιανε μια ανατριχίλα» λέει .ο κ. Κώστας που εργάστηκε την περίοδο της ακμής της σε διάφορα μπαρ της περιοχής.
Ο Γεώργιος Βεϊζαδές με την σύζυγό του υπήρξαν οι πρωταγωνιστές μιας υπόθεσης που συγκλόνισε την χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Οι δυο τους κατηγόρησαν, αδίκως, όπως αποδείχθηκε, την 12χρονη υπηρέτρια τους, Σπυριδούλα Ράπτη, για κλοπή $50 – ποσό ιδιαιτέρως σημαντικό για την εποχή- και την βασάνισαν σχεδόν μέχρι θανάτου με πυρακτωμένο σίδερο για να ομολογήσει την πράξη της. Η υπόθεση έμεινε γνωστή στην ιστορία σαν «το σιδέρωμα της Σπυριδούλας». Ο Γιώργος και Αντιγόνη Βεϊζαδέ καταδικάστηκαν σε πενταετή φυλάκιση και πέθαναν λίγα χρόνια μετά την αποφυλάκιση τους.