Η φιλία με τον Φιντέλ Κάστρο ήταν γνωστή και σε μια από τις σημαντικότερες συναυλίες που πραγματοποιήθηκε στην Κούβα το 1981, ο Μίκης Θεοδωράκης σκάρωσε να… τρομάξει τον Φιντέλ.
Ο ίδιος περιγράφει την εποχή στις συνεντεύξεις του, οι οποίες συγκρότησαν την έκδοση «85 Χρόνια Αξιος Εστί», του Γ. Π. Μαλούχου.
«Το ’81-’82 πήρα τη λαϊκή μου ορχήστρα, τη Φαραντούρη, τον Πανδή και τον Νταλάρα, και πήγα στην Κούβα ως βουλευτής πλέον του ΚΚΕ, αποκαταστημένος πια. Μάλιστα θυμάμαι ότι ο Κάστρο, όταν συναντηθήκαμε, μου είπε: “Δεν είχαμε δίκιο ούτε εγώ ούτε εσύ. Κακώς χτυπήσαμε τη Σοβιετική Ένωση. Η Σοβιετική Ένωση αυτή τη στιγμή μας στηρίζει. Είναι τέτοια η αδερφική βοήθειά της, είναι τόσα τα πετρελαιοφόρα που έρχονται στην Κούβα το ένα πίσω από το άλλο, ώστε μπορείς να πας περπατώντας από εδώ στη Σοβιετική Ένωση”. Πράγματι, η Κούβα δεν είχε καθόλου πετρέλαιο και τους προμήθευε αποκλειστικά η Σοβιετική Ένωση. Ο Κάστρο μου μιλούσε με πάρα πολύ θερμά λόγια για την υποστήριξη των Σοβιετικών προς τη χώρα του».
Το περιστατικό που τρόμαξε τον Φιντέλ Κάστρο
Η παραμονή του Μίκη στην Κούβα είχε διάφορα αξιομνημόνευτα περιστατικά. Ένα από αυτά ήταν η περίφημη… κωδωνοκρουσία που σκάρωσε στην Αβάνα ο Θεοδωράκης, τρομάζοντας τον Κάστρο.
Ο Μίκης «συνωμότησε» με τον δήμαρχο της Αβάνας και τον υπεύθυνο της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας να επιτρέψουν να παίξουν οι καμπάνες του καθεδρικού ναού, στο κατάλληλο σημείο του Canto General.
Όταν άρχισαν να χτυπούν αναστάσιμα οι καμπάνες, ο Φιντέλ Κάστρο πετάχτηκε όρθιος με το περίστροφο στο χέρι, οι φρουροί πήραν θέσεις και… σήμανε συναγερμός στην πλατεία.
Ο κόσμος αναστατώθηκε καθώς όλοι νόμιζαν πως είχε ξεσπάσει αντεπαναστατικό πραξικόπημα, αφού οι καμπάνες είχαν μείνει σιωπηλές επί τρεις δεκαετίες.
Διηγείτο, στην ίδια έκδοση, ο Μίκης Θεοδωράκης:
«Την ημέρα των γενεθλίων μου δόθηκε η τελευταία μεγάλη συναυλία στην Αβάνα. Αποφασίσαμε να την κάνουμε σε κλειστή πλατεία, ισπανικής αρχιτεκτονικής, με καμάρες γύρω γύρω, μπροστά στον καθεδρικό ναό, ο οποίος είχε κλείσει από την εποχή της επανάστασης και δεν είχε ξανανοίξει από τότε. Εκεί μπροστά είχαν στήσει την εξέδρα όπου θα ανέβαιναν οι μουσικοί και οι χορωδοί.
Εγώ στο μεταξύ είχα γνωριστεί με το δήμαρχο της Αβάνας, ο οποίος ήταν συγχρόνως διευθυντής της αρχαιολογικής υπηρεσίας και υπεύθυνος για τη συντήρηση των μνημείων. Είχαμε γίνει φίλοι, καθώς λοιπόν κάναμε πρόβα εκείνη την ημέρα μπροστά στην εκκλησία, του είπα:
“Θέλω να μου κάνεις μια χάρη αύριο στη συναυλία: να ανοίξεις την πόρτα της εκκλησίας και να ανάψεις τους πολυελαίους”.
Πραγματικά, από τη θέση όπου διηύθυνα έβλεπα μπροστά μου την τεράστια πόρτα του καθεδρικού ναού.
“Μα θα με βάλουν φυλακή αν το κάνω! Αυτό δεν έχει ξαναγίνει ποτέ”, μου είπε ο δήμαρχος.
“Θα σε καλύψω εγώ”, του υποσχέθηκα, “αλλά μην πεις σε κανέναν τίποτα. Θα το κάνουμε έκπληξη”.
Βασίστηκε στη σχέση μου με τον Κάστρο ο δήμαρχος και δήλωσε: “Θα το κάνω”. “Και κάτι άλλο”, του είπα: “Όταν στο τέλος πια σηκώσω τα χέρια μου και τα κάνω γροθιές, να χτυπήσουν οι καμπάνες”.
“Αυτό είναι αδύνατον”, αντέδρασε. “Αν το κάνω, θα νομίσουν ότι γίνεται αντεπανάσταση”.
“Θα το κάνεις και αυτό, το παίρνω επάνω μου”, του είπα.
»Την άλλη μέρα ήταν εκεί όλη η ηγεσία, υπήρχε φυσικά πολλή φρουρά και βέβαια πλήθος κόσμου. Μπροστά μπροστά ο Κάστρο. Με το πρώτο κομμάτι, ανοίγει η πόρτα και κάνουν όλοι με θαυμασμό “Ααα!”. Μετά ανάβουν οι πολυέλαιοι, ξανά ένα ηχηρό “Ααα!”.
Στρεφόμουν να δω τι γίνεται στο κοινό, κοίταζα τον Κάστρο… ησυχία.
»Όταν όμως στα τελευταία ακόρντα άρχισαν να χτυπάνε οι καμπάνες… σηκώθηκε επάνω ο Κάστρο και σηκώθηκαν όλοι μαζί του.
Έχω σε βίντεο τη στιγμή που σπεύδω, τον αγκαλιάζω, τον φιλάω και του λέω: “Ησύχασε, δε συμβαίνει τίποτα, εγώ το έκανα”. Ήταν έτοιμος να τραβήξει το πιστόλι του!»