Στο «τραπέζι» βρίσκεται η έκπτωση φόρου εισοδήματος έως 5.000 ευρώ για τις ηλεκτρονικές αποδείξεις το χρόνο όπου μπορούν να κερδίσουν οι φορολογούμενοι που θα πληρώνουν ηλεκτρονικά κατηγορίες επαγγελματιών όπως δικηγόρους, αρχιτέκτονες, υδραυλικούς κ.α.
Πως θα επιτευχθεί
Το 30% του συνολικού ποσού το οποίο θα δαπανά ο φορολογούμενος θα εκπίπτει από το ετήσιο φορολογητέο εισόδημα με το ποσό της έκπτωσης να ανέρχεται στα 5.000 ευρώ. Παράλληλα, ιατρικές δαπάνες οι οποίες θα πληρώνονται ηλεκτρονικά θα μετρούν διπλά στο όριο του εισοδήματος του 30% που πρέπει να καλύπτει ο φορολογούμενος από τις e- αποδείξεις.
Τι αναφέρει το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης
«για συγκεκριμένες κατηγορίες υπηρεσιών ελεύθερων επαγγελματιών στις οποίες το επίπεδο των ηλεκτρονικών πληρωμών είναι χαμηλό και συνεπώς αναμένεται υψηλή φοροδιαφυγή, θα αφαιρείται το 30% των εξόδων που πραγματοποιούνται μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών για αυτές τις υπηρεσίες και έως 5.000 ευρώ από το φορολογητέο εισόδημα των ατόμων. Αυτό το μέτρο αναμένεται να έχει διάρκεια ισχύος έως και τέσσερα χρόνια».
Στη λίστα περιλαμβάνονται και άλλες κατηγορίες όπως:
- δικηγορικές υπηρεσίες
- υπηρεσίες αρχιτέκτονα
- καθαριστήρια
- οικοδομικές εργασίες
- φωτογράφοι
- υπηρεσίες ενοικίασης σκαφών
Τι θα περιλαμβάνει η νέα ρύθμιση
- Θα αφαιρείται από το φορολογητέο εισόδημα κάθε φυσικού προσώπου το 30% των εξόδων που πραγματοποιεί κάθε χρόνο μέσω ηλεκτρονικών πληρωμών
- Το ποσό που θα εκπίπτει δεν θα μπορεί να υπερβαίνει τα 5.000 ευρώ
- Το μέτρο αυτό θα έχει διάρκεια ισχύος έως και τέσσερα χρόνια
Ηλεκτρονικές αποδείξεις: Ποιοι απαλλάσσονται από το όριο του 30%
Την πλήρη απαλλαγή από το όριο 30% των e-αποδείξεων για περισσότερους φορολογούμενους με μείωση του ορίου ηλικίας από 70 έτη στα 65 και χαμηλότερα είναι μια από τις παρεμβάσεις που ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών. Η νέα τροπολογία που κατατέθηκε στη Βουλή με σημαντικές φοροελαφρύνσεις για εργαζομένους και επιχιειρήσεις περιελάμβανε και τις ηλεκτρονικές αποδείξεις.
Πιο συγκεκριμένα, το όριο ηλικίας των 70 ετών που θα πρέπει να έχει συμπληρώσει ένας φορολογούμενος για να εξαιρεθεί από το μέτρο των e-αποδείξεων θα διαμορφωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα στα 65 έτη ή και πιο χαμηλά, ώστε να μην επιβαρυνθούν με το πέναλτι φόρου 22% οι φορολογούμενοι που δεν κατάφεραν λόγω των δύο lockdowns να καλύψουν το 30% του εισοδήματός τους με ηλεκτρονικές συναλλαγές.
Τι περιλαμβάνει η τροπολογία για τις ηλεκτρονικές αποδείξεις
Ειδικά για το φορολογικό έτος 2020, κατά παρέκκλιση της περ. β’ της παρ. 6 του άρθρου 15, εφαρμόζονται τα εξής: Το απαιτούμενο ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής ορίζεται σε ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία – συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και μέχρι είκοσι χιλιάδες (20.000) ευρώ δαπανών. Στον υπολογισμό του πραγματικού εισοδήματος δεν περιλαμβάνονται το ποσό της εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α και το ποσό της διατροφής που δίδεται στον/στην διαζευγμένο/ η σύζυγο ή σε μέρος συμφώνου συμβίωσης ή εξαρτώμενο τέκνο, εφόσον καταβάλλεται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής.
Στην περίπτωση που το δηλωθέν ποσό δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής υπολείπεται του απαιτούμενου ποσού δαπανών, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται σύμφωνα με τις ακόλουθες περιπτώσεις:
- (i) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές είναι υψηλότερο του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%).
- (ii) Σε περίπτωση που το δηλωθέν ποσό με ηλεκτρονικές συναλλαγές υπολείπεται του 20% του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, ο φόρος που προκύπτει κατά την εφαρμογή της κλίμακας της παρ. 1 προσαυξάνεται κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%) και, επιπροσθέτως, κατά το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου ποσού δαπανών και του είκοσι τοις εκατό (20%) του πραγματικού εισοδήματος που προέρχεται από μισθωτή εργασία, συντάξεις και επιχειρηματική δραστηριότητα, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή έντεκα τοις εκατό (11%). Σε κάθε περίπτωση, η προσαύξηση του φόρου δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που προκύπτει από τη θετική διαφορά μεταξύ του απαιτούμενου και του δηλωθέντος ποσού δαπανών με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής, πολλαπλασιαζόμενη με συντελεστή είκοσι δύο τοις εκατό (22%).