Κόσμος

Μπάιντεν για Αφγανιστάν: Γιατί η ομιλία του δεν ικανοποίησε τους Αμερικανούς

Μπάιντεν για Αφγανιστάν: Οι εικόνες από την εκκένωση της Καμπούλ θα αποτελέσουν μελανή σελίδα στην ιστορία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.

Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν απευθύνθηκε την Δευτέρα στους Αμερικανούς πολίτες, σε μία απόπειρα να παράσχει εξηγήσεις για τα πρόσφατα γεγονότα στο Αφγανιστάν. Στην ομιλία του, ο Μπάιντεν υπερασπίστηκε την απόφασή του να αποσύρει τις αμερικανικές δυνάμεις από την ασιατική χώρα, αλλά και τον χειρισμό μιας κρίσης που εν τέλει κατέληξε στην παλινόρθωση του καθεστώτος των Ταλιμπάν.

Η γενική αίσθηση που θα μπορούσε κανείς να αποκομίσει από την ομιλία του Προέδρου Μπάιντεν δεν ήταν σε καμία περίπτωση αυτή που είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν σε αντίστοιχες ομιλίες Αμερικανών ηγετών ύστερα από «παρόμοιες αποτυχίες» της χώρας στην διεθνή σκακιέρα.

Αρχικώς, ο Αμερικανός Πρόεδρος εμφανίστηκε αποφασιστικός μεν για την συνέχεια, απέφυγε ωστόσο να επιδείξει μία απολογητική στάση. Αυτό που υπέδειξε η αντίδραση του στα τεκταινόμενα ήταν η πρόδηλη ενόχληση του για το γεγονός πως για άλλη μία φορά τρώθηκε το κύρος των ΗΠΑ.

Συνεχίζοντας, ενώ παραδέχτηκε ότι οι σκηνές από το Αφγανιστάν ήταν «ενοχλητικές», σημειώνοντας ότι η κατάρρευση της κυβέρνησής «συνέβη πιο γρήγορα από ότι περιμέναμε», ο Μπάιντεν ήταν προκλητικός.

Και αυτό γιατί φρόντισε να στρέψει τα βέλη του προς τους Αφγανούς, κατηγορώντας τους και χαρακτηρίζοντας τους μάλιστα ως απρόθυμους να πολεμήσουν. Πρόκειται για ύβρη, καθώς χιλιάδες άνδρες του αφγανικού στρατού έχουν δώσει όλα αυτά τα χρόνια την ζωή τους έτσι ώστε ή ταλαιπωρημένη χώρα τους να απαλλαγεί επιτέλους από την λαίλαπα του ισλαμισμού και του εξτρεμισμού.

Παράλληλα, όπως αναφέρει η Guardian, ο επιθετικός τόνος του Μπάιντεν θα μπορούσε να είναι μια αντανάκλαση της συνειδητοποίησης πως η πολιτική επιλογή παραδοχής της αποτυχίας θα αντιμετωπιστεί ως αδυναμία και άρα καθίσταται απαγορευτική.

Είναι ενδιαφέρον στο σημείο αυτό να εξεταστεί μία άκρως ενδιαφέρουσα σύγκριση μεταξύ της ομιλίας Μπάιντεν και της ομιλίας Κένεντι ύστερα από το φιάσκο της αποτυχημένης εισβολής στον Κόλπο των Χοίρων το 1961 που πραγματοποίησαν διεθνείς παρατηρητές και πολιτικοί αναλυτές.

Μετά την παταγώδη αποτυχία, ο πρόεδρος Κένεντι είχε τουλάχιστον την ενσυναίσθηση να την παραδεχθεί δημοσίως, πέραν της απόλυτα φυσιολογικής ανάγκης για έναν ηγέτη να δείξει αποφασιστικότητα για την συνέχεια: «Σκοπεύουμε να επωφεληθούμε από αυτό το μάθημα. Σκοπεύουμε να επανεξετάσουμε και να επαναπροσανατολίσουμε τις δυνάμεις μας».

Ακολούθως, ο ισχυρισμός του Μπάιντεν ότι οι ΗΠΑ δεν άρχισαν νωρίτερα την εκκένωση των Αφγανών πολιτών, επειδή μερικοί δεν ήθελαν να φύγουν νωρίτερα, «έχοντας ακόμη ελπίδες για την διάσωση της χώρας», δεν πείθει. Απλούστατα, οι Αμερικανοί ήταν απροετοίμαστοι για το χάος που ερχόταν.

Μπάιντεν για Αφγανιστάν: «Δεν μετανιώνω για την απόφασή μου»

Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε στην ομιλία του ότι ήταν δεσμευμένος από τη συμφωνία της κυβέρνησης Τραμπ με τους Ταλιμπάν να αποσύρει όλα τα αμερικανικά στρατεύματα από το Αφγανιστάν.

Μπάιντεν για Αφγανιστάν: Ωστόσο, υπάρχουν πολλά ελαττώματα σε αυτό το επιχείρημα, σημειώνει το CNN.

  • Πρώτον, οι Ταλιμπάν δεν τήρησαν ποτέ τους όρους αυτής της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένου του ότι θα απέκοπταν τους δεσμούς τους με την Αλ Κάιντα.
  • Δεύτερον, η συμφωνία έλεγε ότι οι Ταλιμπάν θα εκκινήσουν ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με την αφγανική κυβέρνηση. Ούτε αυτό συνέβη.
  • Τρίτον, η συμφωνία ΗΠΑ – Ταλιμπάν διαπραγματεύτηκε χωρίς καμία βοήθεια από την αφγανική κυβέρνηση, η οποία ήταν η εκλεγμένη κυβέρνηση της χώρας.

Έτσι, η κυβέρνηση Μπάιντεν αισθάνθηκε δεσμευμένη σε μια συμφωνία που συνομολογήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση με μια ομάδα ανταρτών που είχε αποκλείσει την πραγματική κυβέρνηση του Αφγανιστάν. Αντί αυτού, ο Μπάιντεν θα μπορούσε πολύ εύκολα να ισχυριστεί ότι οι Ταλιμπάν παραιτήθηκαν από τη συμφωνία τους με τις ΗΠΑ, ώστε να συνεχίσει να διατηρεί μια σχετικά μικρή αμερικανική στρατιωτική δύναμη στο Αφγανιστάν.

Την ίδια στιγμή, ο επίμονος ισχυρισμός του Μπάιντεν ότι «τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της εξωτερικής μας πολιτικής» δεν αποδείχθηκε εμπράκτως, καθώς η κυβέρνησή του ουσιαστικά εγκατέλειψε τις γυναίκες του Αφγανιστάν στις διαθέσεις του νέου καθεστώτος.

Για να αντιληφθούμε εναργέστερα πόση ζημιά κάνει στην Αμερική αυτή του η στάση αρκεί να αναλογιστούμε τους λόγους για τους οποίους αρχικώς οι Αμερικανοί πολίτες τον επέλεξαν αντί του προκατόχου του.

Ο Μπάιντεν εξελέγη ως ένα αντίδοτο στην «τραυματική» για τις ΗΠΑ περίοδο της προεδρίας Τραμπ. Πιο αναλυτικά, σε αντίθεση με τον Τραμπ, ο Μπάιντεν πρόκρινε το προφίλ ενός διαλλακτικού και μετριοπαθή ηγέτη, ο οποίος στην δύση της πολιτικής του σταδιοδρομίας θα προωθούσε πολιτικές επιλογές δίχως το άγχος της επανεκλογής του. Ακόμη, η προσωπική του επιθυμία να επισφραγίσει την μακρόχρονη πολιτική του καριέρα οικοδομώντας την δική του πολιτική κληρονομιά μέσω σημαντικών πολιτικών τομών που τόσο έχουν ανάγκη οι ΗΠΑ – τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό πεδίο – θα κατείχε προεξάρχουσα θέση στους σχεδιασμούς του.

Έχοντας διατελέσει επί σειρά ετών Πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας αλλά και Αντιπρόεδρος της χώρας, ο Μπάιντεν διαφαινόταν ως ο ιδανικός υποψήφιος να διαχειριστεί τα εξωτερικά ζητήματα των ΗΠΑ.

Κάτι τέτοιο ωστόσο φαίνεται από τις μέχρι τώρα εξελίξεις πως δεν γίνεται πραγματικότητα. Και όσο ο Αμερικανός ηγέτης δεν αναλαμβάνει την ευθύνη για τα σφάλματα και τις αποτυχίες, κι άλλες «άτυχες» στιγμές θα ενσκήψουν.

Ολοκληρώνοντας, για άλλη μία φορά η Ουάσιγκτον θα κληθεί να διαχειριστεί τα σφάλματα της εξωτερικής της πολιτικής και συνάμα να απορροφήσει τους όποιους κραδασμούς και τις αρνητικές τους συνέπειες. Αναντίρρητα, το πρόδηλο ερώτημα που αναδεικνύεται είναι ένα: Πόσες Σαϊγκόν και πόσες Καμπούλ μπορεί η αμερικανική ισχύς να αντέξει;

Διαβάστε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο