Έγκλημα στην Δάφνη: Τον περίμεναν στα δικαστήρια οι συγγενείς της.
Λίντσαραν τον καθ’ ομολογίαν δολοφόνο της 31χρονης στη Δάφνη, συγγενείς της νεαρής γυναίκας που βρήκε τον θάνατο από τα χέρια του συζύγου της.
Σήμερα, ο 39χρονος οδηγήθηκε στον ανακριτή, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας με δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση. Εκεί, όταν βγήκε από το αυτοκίνητο της αστυνομίας, του επιτέθηκαν οι συγγενείς της αδικοχαμένης κοπέλας μέχρι να καταφέρουν οι αστυνομικοί να τον οδηγήσουν στο εσωτερικό του κτιρίου.
Τέσσερις-πέντε συγγενείς της κοπέλας τού πέταξαν αντικείμενα και επικράτησε ένταση για λίγη ώρα. Αρχικά, του επιτέθηκαν λεκτικά και μετά άρχισαν να του πετούν μπουκάλια και αντικείμενα και πρόλαβαν να τον γρονθοκοπήσουν.
Υπενθυμίζεται ότι ο κατηγορούμενος μετά το έγκλημα παραδόθηκε στις αρχές όπου φέρεται να ισχυρίστηκε πως σκότωσε την γυναίκα λόγω ζήλιας. Οι αστυνομικοί που πήγαν στο σπίτι του ζευγαριού βρήκαν το θύμα μέσα σε λίμνη αίματος.
Δείτε παρακάτω το βίντεο με την στιγμή της «επίθεσης»:
Έγκλημα στην Δάφνη: Η απολογία του δράστη
«[…] Πήγα στην κουζίνα πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι ένα μεγάλο καφέ που είχαμε και πήγα στο δωμάτιο. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, καθώς όπως μου είχε πει ο πεθερός μου πριν από 15 ημέρες είχε σκεφτεί και είχε βγάλει τα κλειδιά από τις πόρτες, για να μην μπορεί να ξανακλειδωθεί μέσα.
Όταν μπήκα στο δωμάτιό της, κοιμόταν ανάσκελα και όρμηξα πάνω της. Την κάρφωσα με τη μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό. Θυμάμαι ότι ξύπνησε και άρχισε να φωνάζει και τότε εγώ της έκλεισα το στόμα. Πρόλαβε και να δαγκώσει. Τότε τράβηξα προς τα έξω το μαχαίρι και την κάρφωσα άλλη μία φορά με τον ίδιο τρόπο. Με τα δυο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε. Όταν σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει σηκώθηκα και πήγα στο μπάνιο. Έβγαλα τα ρούχα μου και τα πέταξα στο καλάθι…» ανέφερε κατά την ομολογία του ο 40χρονος, όπως μεταδίδει το CNN.
Όμως είναι χαρακτηριστικά τα όσα περιέγραψε ο ίδιος ότι συνέβησαν μέσα στο σπίτι τη νύχτα που μια γειτόνισσα άκουσε τον καυγά και ειδοποίησε την Aστυνομία. Όπως αποδείχτηκε, οι αστυνομικοί πήγαν και έφυγαν χωρίς ούτε το κουδούνι να χτυπήσουν.
«[…] Στις 11 Ιουλίου μαλώσαμε πολύ άσχημα. Εγώ μόλις είχα γυρίσει από τη δουλειά και όταν μπήκα στο σπίτι, εκείνη ήταν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού με την πόρτα κλειδωμένη. Τη ρώτησα για ποιο λόγο το κάνει αυτό και κίνημα αποκρίθηκε «ό,τι θέλω θα κάνω».
Αμέσως μετά της ζήτησα να ανοίξει τον εκτυπωτή που ήταν πάνω στο γραφείο του παιδιού, για να τυπώσει κάποια έγγραφα του μαγαζιού, εκείνη όμως παρέμενε κλειδωμένη μέσα στο δωμάτιο και αργούσε να μου ανοίξει. Μετά από πέντε λεπτά άνοιξε την πόρτα και άρχισε να μου φωνάζει, ενώ κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος μου. Εγώ την έσπρωξα προς το εσωτερικό του δωματίου και έπεσε στο πάτωμα. Εκνευρισμένη, σηκώθηκε και στο διάδρομο με χαστούκισε στο πρόσωπο, ενώ στη συνέχεια έκανα κι εγώ το ίδιο».