Ο Ερσίν Τατάρ παραμένει στην προσπάθεια προώθησης της λύσης των δύο κρατών για το Κυπριακό. Την ίδια ώρα το Συμβούλιο Ασφαλείας αποφάσισε να καταδικάσει τις δηλώσεις που έκανε ο Ερντογάν από τα Κατεχόμενα σχετικά με τα Βαρώσια.
Πιο συγκεκριμένα, ο Τουρκοκύπριος ηγέτης Ερσίν Τατάρ σε δηλώσεις του μετά την σημερινή συνεδρία του λεγόμενου «υπουργικού συμβουλίου» στα κατεχόμενα ανέφερε πως τα Βαρώσια είναι μέρος της πολιτικής για δύο κράτη στην βάση της κυριαρχικής ισότητας, που ζουν δίπλα-δίπλα. Πρόκειται για μια πολιτική, σημείωσε που στηρίζεται από την «προεδρία», την «κυβέρνηση» και την Τουρκία.
“Μετά την πανδημία, το ψευδοκράτος «θα ενισχυθεί»”
Ανέφερε ότι η τουρκοκυπριακή πλευρά έδειχνε πάντα την καλή της θέληση, αλλά μετά το Κραν Μοντανά, φάνηκε ότι η συμφωνία σε ομοσπονδιακές βάσεις δεν μπορεί να γίνει επειδή, όπως σημείωσε, η ελληνοκυπριακή πλευρά δεν αποδέχεται τους Τουρκοκύπριους ως ίσους. Ο κ. Τατάρ είπε ότι μετά την πανδημία, το ψευδοκράτος «θα ενισχυθεί» και ότι οι συνθήκες για αυτό άρχισαν να δημιουργούνται ήδη.
Απαντώντας σε ερώτηση, είπε ότι το άνοιγμα του 3,5% του εδάφους των Βαρωσίων είναι «πολιτισμένο», πράγμα που σημαίνει ότι είναι ανοικτό για εγκατάσταση και ότι η λεγόμενη «επιτροπή ακίνητης περιουσίας» πρέπει να ενισχυθεί για να λαμβάνει αποφάσεις για τις αιτήσεις Ελληνοκυπρίων που διεκδικούν τις περιουσίες τους. Σημείωσε ότι υπάρχουν κάποιες δυσκολίες αλλά πρόσθεσε ότι οι αποφάσεις ελήφθησαν σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
“Η μεταφορά της διαχείρισής τους στον ΟΗΕ αποκλείεται”
«Τα Βαρώσια βρίσκονται στο έδαφος της τδβκ (ψευδοκράτος) και η μεταφορά της διαχείρισής τους στον ΟΗΕ αποκλείεται. Δεν μπορούσαμε να τα κρατήσουμε κλειστά για άλλα σαράντα έξι χρόνια», πρόσθεσε. Είπε ότι εργάζονται σύμφωνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα και ότι η «επιτροπή ακίνητης περιουσίας» θα πρέπει να λάβει αποφάσεις σχετικά με τους πρώην ιδιοκτήτες των ακινήτων σε αυτήν την περιοχή.
Σημείωσε ότι δεν αποκλείεται η περιουσία στα Βαρώσια να δοθεί σε Τουρκοκύπριους που άφησαν τις περιουσίες τους στο νότο, εννοώντας του Τουρκοκύπριους που κατά την εισβολή έφυγαν από τις ελεύθερες περιοχές και πήγαν στα κατεχόμενα καταλαμβάνοντας περιουσίες Ελληνοκυπρίων προσφύγων.