Με την μετάλλαξη «Δέλτα» του Covid 19 να εξαπλώνεται με ταχύ ρυθμό σε όλη τη Ελλάδα προκαλώντας ανησυχία στους ειδικούς, κυβέρνηση και επιστήμονες προσπαθούν να πείσουν τους Έλληνες να εμβολιαστούν. Ήδη έχει ληφθεί το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού, για το οποίο ο πρωθυπουργός είπε την Τρίτη στη Βουλή ότι δεν θα επεκταθεί στους εκπαιδευτικούς.
Μάλιστα, η πρόεδρος της Επιτροπής Εμβολιασμών, Μαρία Θεοδωρίδου είχε παρομοιάσει τους ανεμβολιαστούς σε “εργοστάσιο παραγωγής νέων μεταλλάξεων”. Ακόμη, έχει πολλές φορές αναφερθεί στον κίνδυνο που υπάρχει να μεταδώσουν τα παιδιά τον κορωνοϊό στους γονείς.
Οι εμβολιασμένοι που νοσούν και τα παιδιά
«Σε πολλές από τις εμβολιαστικές πράξεις και προγράμματα, όπως και της γρίπης, υπάρχει η πιθανότητα να κολλήσεις. Όμως στους εμβολιασμένους η νόσος διαδράμει ήπια. Και σε αυτούς που θα χρειαστούν νοσηλεία, έχουν ελάχιστες πιθανότητες για μια σοβαρή νοσηλεία» σχολίασε ο πνευμονολόγος Στέλιος Λουκίδης, αναφορικά με τους εμβολιασμένους που νοσούν.
Σχολιάζοντας μάλιστα την περίπτωση του Άδωνι Γεωργιάδη ο οποίος έχει νοσήσει δύο φορές από covid ενώ είναι εμβολιασμένος, έκανε λόγο για μια περίπτωση που δεν είναι συχνή. «Βρισκόμαστε σε διαδικασία ιδιαίτερα μεταδοτικής μετάλλαξης. Το ποσοστό των ανθρώπων που νόσησαν δύο φορές είναι πολύ σπάνιο».
Σχετικά με τον εμβολιασμό των παιδιών, έκανε λόγο για δύσκολη εξίσωση, καθώς όπως είπε «οι μελέτες είναι μικρές και περιορισμένες». Προέκρινε έτσι ότι «πρέπει να προηγηθούν τα παιδιά με υποκείμενα νοσήματα και σαφέστατα πρέπει να είναι μια εξίσωση στην οποία πρέπει να υπάρχει η συναίνεση της οικογένειας».
Τέλος, τόνισε την ανάγκη να εμβολιαστούν όλοι οι εκπαιδευτικοί. «Δεν επιτρέπεται οι εκπαιδευτικοί να είμαστε στο 60-70% στους εμβολιασμούς και να ζητάμε στους άλλους να εμβολιαστούν. Εμείς πρέπει να είμαστε πρώτοι και μετά οι υπόλοιποι».
Κορύφωση κρουσμάτων μέχρι 15 Αυγούστου
Κορύφωση των κρουσμάτων μέχρι τις 15 Αυγούστου αναμένουν οι ειδικοί. Όπως εξήγησε ο Καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής ΑΠΘ, Δημοσθένης Σαρηγιάννης στην «Κοινωνία Ώρα MEGA», λόγω παραθεριστικής περιόδου θα υπάρξει νέα κινητικότητα. «Το χειρότερο σενάριο είναι 3.400 κρούσματα την ημέρα. Το πιο ήπιο σενάριο είναι για 2.800 κρούσματα την ημέρα» σημείωσε.
Σύμφωνα με τον κ. Σαρηγιάννη για να επιτευχθεί το τείχος ανοσίας πρέπει να εμβολιαστεί τουλάχιστον το 73% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, δηλαδή το 83% των ενηλίκων. «Τώρα έχουμε 48% πλήρους ανοσίας από εμβολιασμό. Μαζί με τους νοσούντες, έχουμε 58% ανοσία. Ο στόχος είναι να μην αυξηθεί το ποσοστό αυτών που νόσησαν και δίνουν ανοσία, αλλά αυτών που εμβολιάστηκαν και δίνουν ανοσία» υπογράμμισε.
«Αν φτάσουμε στο 73-75% εμβολιασμών» συνέχισε, « θα υπάρχει σαφέστατη και ταχεία αποκλιμάκωση και έναν καλό χειμώνα. Αν μείνουμε στο 53% (σ.σ. μέχρι τα μέσα Αυγούστου), θα έχουμε μια πρώτη κορύφωση πριν τον 15 Αυγουστο, αλλά μετά θα έχουμε μια συνέχιση του τέταρτου κύματος το φθινόπωρο, από τέλος Σεπτεμβρίου και έπειτα».
Καθυστερεί το τείχος ανοσίας
Η κυβέρνηση έχει ζητήσει σε όλους τους τόνους από τους πολίτες να σπεύσουν να εμβολιαστούν ενώ οι επιστήμονες προτρέπουν τους νέους που ετοιμάζονται για διακοπές, να κάνουν τουλάχιστον την πρώτη δόση του εμβολίου, πριν ετοιμάσουν… βαλίτσες.
O Ευάγγελος Μανωλόπουλος, καθηγητής Φαρμακολογίας στο Δημοκρίτειο εκτίμησε ότι είναι δύσκολο να επιτευχθεί ανοσία της αγέλης στη χώρα μας έως το τέλος Αυγούστου με τον τρέχοντα ρυθμό των εμβολιασμών.
Εξήγησε ότι από τους περίπου 70.000 εμβολιασμούς που έγιναν πριν από δύο ημέρες, οι 20.000 είναι νέοι εμβολιασμοί και οι 50.000 εμβολιασμοί ολοκλήρωσης. Για να πετύχει η χώρα ανοσία οι εμβολιασμοί πρέπει να φτάσουν στα επίπεδα του Ιούνιου δηλαδή περί τις 100.000 την ημέρα. Κάλεσε όσους είναι έτοιμοι να κάνουν το εμβόλιο να το κάνουν τώρα και να μην περιμένουν έως το Σεπτέμβριο.
Για τις νοσηλείες εμβολιασμένων ο καθηγητής εξήγησε ότι τα εμβόλια δεν προστατεύουν 100% και αυτό το ποσοστό που υπολείπεται μπορεί όντως να βρεθεί στο νοσοκομείο. Γι αυτό το λόγο στις ΗΠΑ γίνεται συζήτηση για επαναφορά της χρήσης μάσκας σε εσωτερικούς χώρους για εμβολιασμένους πολίτες. Ο κ. Μανωλόπουλος τόνισε ότι όλα τα εμβόλια έχουν το ίδιο ποσοστό αποτελεσματικότητας έναντι σοβαρής νόσησης και αυτό που διαφέρει είναι η αποτελεσματικότητά τους όσον αφορά τη μόλυνση με απλά συμπτωματική νόσο.