Το μόνιμο παράπονο των Ελλήνων επί δεκαετίες σε σχέση με τις ΗΠΑ είναι ότι στήριζαν σκανδαλωδώς την Τουρκία εις βάρος της χώρας μας και μάλιστα σε θέματα αμφισβήτησης της κυριαρχίας μας. Η επιθετικότητα της Τουρκίας ακουμπούσε στην ελαστικότητα των αμερικανικών θέσεων και οι δικαιολογημένες διαμαρτυρίες της Ελλάδας έπεφταν στον τοίχο του δόγματος του βαθέως κράτους στις ΗΠΑ περί αναντικατάστατης Τουρκίας.
Το αποτέλεσμα ήταν η Ελλάδα να αντιμετωπίζει σοβαρό έως υπαρξιακό πρόβλημα ασφαλείας. Το τελευταίο διάστημα κάτι έχει αρχίσει να αλλάζει. Η κρίση στις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις λόγω του γεωπολιτικού
φλέρτ της Αγκυρας με τη Μόσχα έχει αρχίσει να πάιρνει «ημι- μόνιμα» χαρακτηριστικά και για πρώτη φορά πυκνώνουν τόσο πολύ, τόσα πολλά σημεία που δείχνουν ότι μπορεί να οδηγούμαστε σε δομική μετατόπιση των συσχετισμών.
Κατ’ αρχάς θα πρέπει να σημειώσουμε την εξαιρετική δουλειά που κάνει το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑ και συγκεκριμένα το Hellenic American Leadership Council (HALC), το Ελληνοαμερικανικό Συμβούλιο Ηγεσίας, με επικεφαλής τον Έντι Ζεμενίδης, το οποίο στην κυριολεξία έχει σαρώσει. Αφοσίωση, επαγγελματισμός, αποτελεσματικότητα. Αξιοποιεί στο έπακρο το κλίμα καχυποψίας ή και οργής σε πολλές περιπτώσεις που επικρατεί σε Αμερικανούς Γερουσιαστές και κέντρα επιρροής στην Ουάσινγκτον και το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό.
Ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, Μπομπ Μενέντεζ, έχει εξελιχθεί σε κανονικό εθνικό κεφάλαιο για την Ελλάδα και στον χειρότερο εφιάλτη για την Τουρκία.
Ο συνδυασμός της πανίσχυρης θέσης που κατέχει και της απόλυτης αντίληψης που έχει για τον κίνδυνο που αποτελεί η Τουρκία για τα αμερικανικά συμφέροντα εν συνόλω, αλλά και ειδικότερα για την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, Μέσης Ανατολής, Βορείου Αφρικής, τον καθιστούν κινητήριο μηχανή συνολικής αλλαγής στάσης των ΗΠΑ απέναντι στο άλλοτε χαϊδεμένο παιδί.
Είναι αμφίβολο αν Ελλάδα και Κύπρος είχαν ποτέ τόσο αποτελεσματικό σύμμαχο και συναντιλήπτορα στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Οι τοποθετήσεις Γερουσιαστών και αξιωματούχων που παρακολούθησα προ ημερών για το θέμα της Τουρκίας, ήταν κανονική αποκάλυψη. Τέτοιο σφυροκόπημα κατά της Τουρκίας από τόσους πολλούς Αμερικανούς με επιρροή δεν πρέπει να έχει ξανασυμβεί. Ακόμα και πρόσωπα τα οποία στο παρελθόν ήταν είτε αδιάφορα είτε αποστασιοποιημένα από τις ελληνικές θέσεις είτε ασκούσαν και πιέσεις σε Ελλάδα και Κύπρο υπέρ της Τουρκίας, έπνεαν μένεα κατά του Ερντογάν για την επέκταση του «Αττίλα» στα Βαρώσια.
Και εδώ έχουμε ένα ακόμα οξύμωρο, μία ακόμα ελληνική πρωτοτυπία. Οι Αμερικανοί να κινούνται σε πιο υψηλούς τόνους κατά της Τουρκίας, απ’ ό,τι το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Είναι η πρώτη φορά που οι Αμερικανοί τοποθετούνται έναντι της Τουρκίας όπως πρέπει και όπως θα θέλαμε κι όμως διαπιστώνουν ότι είναι πιο… προωθημένοι απο εμάς. Αν εξαιρεθεί ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, ο οποίος λέει αυτά που πρέπει να ειπωθούν, η γενική εικόνα στην Ελλάδα είναι μάλλον χαλαρή σε σχέση με την ένταση της τουρκικής επιθετικότητας.
Αυτό ενέχει κινδύνους τους οποίους πολλοί ίσως δεν αντιλαμβάνονται. Αν κάποιος με ισχύ, όπως οι ΗΠΑ, βγαίνουν για ένα θέμα που σε αφορά, αλλά για τους δικούς τους λόγους και για τα δικά τους συμφέροντα, δυναμικά και σκληρά, διαπιστώνουν όμως ότι εσύ κινείσαι δύο ή και τρεις τόνους χαμηλότερα, προφανώς θα μπουν σε σκέψεις.
Ας αρχίσουμε από το βασικό, ότι κανείς δεν πάιρνει σοβαρά κάποιον ο οποίος δεν παίρνει σοβαρά τα θέματά του. Πόσο μάλλον να τον εμπιστευθεί ως δυνητικό παίκτη στην περιοχή με μεγαλύτερο ρόλο. Δεύτερον, αν αύριο αλλάξουν τα πράγματα και υπάρξει πχ προσπάθεια επαναπροσέγγισης με την Τουρκία και έρθει ξάνα η ώρα των πιέσεων ή των παροτρύνσεων για «διευθετήσεις», πόσο πειστικός θα είσαι στην άρνησή σου, όταν ενώ είχες την ευκαιρία να κεφαλαιοποιήσεις την σύγκλιση συμφερόντων με την υπερδύναμη και να επαναπροσδιορίσεις την ατζέντα, άφηνες τους άλλους να σηκώνουν περισσότερη σκόνη από εσένα.
Μία σημείωση: Το ομογενειακό λόμπι, δεν είναι ενθουσιασμένο από τη ανατιστοιχία – για να το διατυπώσω κομψά – μεταξύ των αποτελεσμάτων που έχει καταφέρει στις ΗΠΑ και της αξιοποίησής του από το εγχώριο σύστημα.