Στον πολύχρωμο κουτσό της κόσμο, χόρευε ένα ταγκό κουνώντας τα φτερά της, καθώς έλεγε ότι δεν χρειάζεται τα πόδια της αφού έχει φτερά, ζώντας μέσα στον πόνο, την απόλαυση και το θάνατο, τίποτα δεν άξιζε περισσότερο από το γέλιο. Είναι δύναμη, να μπορείς να γελάς, να αφήνεις τον εαυτό σου να νοιώθει ανάλαφρος.
Η τραγωδία είναι το πιο γελοίο πράγμα. Ήταν η μούσα του εαυτού της, γιατί το συγκεκριμένο θέμα το ήξερε καλύτερα απ’ όλα και αυτό που ήθελε να εξερευνήσει ακόμα καλύτερα. Είχε γεννηθεί πόρνη. Είχε γεννηθεί ζωγράφος. Μία ζωγράφος που οι άλλοι θεωρούσαν άρρωστη. Όμως εκείνη έλεγε ότι ήταν «σπασμένη» αλλά ευτυχισμένη να ζει όσο θα μπορούσε να ζωγραφίζει. Έπινε σαν τρελή γιατί ήθελε να πνίξει τον πόνο της, αλλά τελικά οι αναθεματισμένοι, έμαθαν κολύμπι.
Τίποτα δεν είναι απόλυτο. Όλα αλλάζουν, όλα κινούνται, όλα περιστρέφονται, πετούν και φεύγουν μακριά, εκτός από τα λουλούδια που ζωγράφιζε με λατρεία, για να μείνουν αθάνατα. Όλοι ήξεραν και τον άπιστο Ντιέγκο της, εκείνον που ήταν το παιδί της, ο εραστής και όλος ο κόσμος της και το δεύτερο μεγάλο ατύχημα στη ζωή της. Όμως τον αγαπούσε περισσότερο κι από το ίδιο της το δέρμα.
Ο λόγος για την Φρίντα Κάρλο, τη μεξικανή αντισυμβατική ζωγράφο, που ήθελε να του δώσει μόνο ένα πράγμα. Την ικανότητα να δει τον εαυτό του μέσα από τα μάτια της. Μόνο τότε θα καταλάβαινε πόσο ξεχωριστός ήταν γι’ αυτή. Είχε εφεύρει ένα δικό της ρήμα το «ουρανώ» θέλοντας τα τεράστια φτερά της ν’ απλωθούν για να τον αγαπά μέχρι το άπειρο.
Η πιο ισχυρή τέχνη είναι να κάνεις τον πόνο ένα θεραπευτικό φυλακτό. Μια πεταλούδα ξαναγεννιέται σ’ ένα φεστιβάλ χρωμάτων, έλεγε. Το πιο γλυκό της απόφθεγμα είναι η προτροπή της να δεχτείς έναν εραστή που θα σε κοιτάζει σαν μπισκότο που συνοδεύει ένα ουίσκι. Εσύ, ποιανού μπισκοτάκι είσαι;