Σαν σήμερα 56 χρόνια πριν οι θρυλικοί Rolling Stones ανέβηκαν για πρώτη φορά στην κορυφή των US Singles Chart με το “I Can’t Get No Satisfaction”, όπου και παρέμειναν για έναν ολόκληρο μήνα. Το ημερολόγιο έγραφε 10 Ιουλίου 1965.
Το τραγούδι – ύμνος της ροκ, που απογείωσε το αγγλικό συγκρότημα, προβλημάτισε, δίχασε, θεωρήθηκε ανήθικο και χαρακτήρισε τη νεολαία του ’60.
Δημιουργός του κομματιού είναι ο κιθαρίστας Κιθ Ρίτσαρντς. Το έγραψε τυχαία επιστρέφοντας εξουθενωμένος στο ξενοδοχείο του έπειτα από μία συναυλία στη Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κούραση δεν το εμπόδισε να δουλέψει μία μελωδία, που του είχε καρφωθεί στο μυαλό. «Το θαύμα ήταν ότι εκείνο το μαγνητόφωνο Philips έμεινε ανοικτό να καταγράφει. Ξαναγύρισα πίσω την ταινία και ήταν δύο λεπτά του κομματιού και μετά άλλα 40′ με εμένα να ροχαλίζω», διηγείται ο ίδιος. Ο Ρίτσαρντς ήταν τότε 21 ετών. Εκείνο το βράδυ δεν γνώριζε πως είχε δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες μουσικές επιτυχίες.
Την επομένη, ο Ρίτσαρντς έδειξε στον τραγουδιστή του συγκροτήματος, Μικ Τζάγκερ, το τραγούδι, κι εκείνος κουνώντας το κεφάλι του, συναίνεσε να το δουλέψουν, αλλά χωρίς μεγάλη πεποίθηση για το τελικό αποτέλεσμα. Ο αρχικός στίχος «I Don’t Get No Satisfaction» έγινε «I Can’t Get No Satisfaction», και οι υπόλοιποι στίχοι άρχισαν απλά να γράφονται αυθόρμητα, δίπλα στην πισίνα του Jack Tar Harrison Hotel. Η γλώσσα τους σκληρή και οι εικόνες που περιγράφουν προκλητικές.
Είναι όμως στίχοι που εκφράζουν απόλυτα την εικόνα των Rolling Stones: νεαροί επαναστάτες, με μουσικό ταλέντο που έχουν την τάση να δημιουργούν προβλήματα. Ο Μικ Τζάγκερ κάνει τη δική του “επανάσταση” δεν περιορίζεται στα στερεότυπα της τότε κοινωνίας και φωνάζει δυνατά “δεν μπορώ να βρω ικανοποίηση πουθενά” έχοντας στο πλάι του εκατομμύρια νέους που ταυτίζονται στον απόλυτο βαθμό με τις έξι αυτές λέξεις. Ο ίδιος ωστόσο δεν ήταν ικανοποιημένος με τη δημιουργία του.
Οι τρεις επαναλαμβανόμενες νότες, εκείνο το ριφ που ανεβοκατεβαίνει σκέφτεται πως ίσως να πρέπει να παρεμβάλλονται διαλείμματα, να μην είναι συνεχόμενα. Ηχογραφεί έτσι το τραγούδι πολλές φορές, πρώτα το Chess Studios του Σικάγου, μετά στα στούντιο της RCA στο Λος Άντζελες, όμως ακόμη αισθάνεται πως κάτι λείπει από το κομμάτι. Τότε είναι που ο πιανίστας, Ίαν Στιούαρτ, του προτείνει το κουτί του «φαζ» (Maestro Fuzz-Tone) της Gibson.
Ο Ρίτσαρντς, που δεν ήταν υπέρ της τεχνολογίας, πείσθηκε, το δοκίμασε και η παραμόρφωση άλλαξε τα πάντα. Η μπάντα πλέον μπορούσε να χτίσει τον ήχο γύρω από τη μελωδία αυτή και να γράψει τη δική της ιστορία στο χώρο.
Οι στίχοι του τραγουδιού έχουν επίκεντρο την ερωτική απογοήτευση και την εμπορικότητα. Μεταξύ άλλων αναφέρεται σε αυτούς: “When I’m driving in my car and that man comes on the radio αnd he’s telling me more and more about some useless information, supposed to fire my imagination. I can’t get no”… “Όταν οδηγώ και εκείνος βγαίνει στο ραδιόφωνο και μου λέει όλο και πιο πολλές άχρηστες πληροφορίες υποθέτοντας πως θα μου εξάψει τη φαντασία. Δεν μπορώ να τη βρω”.
Αξίζει να σημειωθεί πως στη Βρετανία ακουγόταν μόνο μέσω πειρατικών ραδιοφωνικών σταθμών, καθότι είχε κριθεί ότι έχει απρεπή σεξουαλικό στίχο. Αρκετοί μάλιστα συντηρητικοί κύκλοι, το τραγούδι θεώρησαν ανήθικο και επικίνδυνο. Αργότερα έγινε το τέταρτο κομμάτι του συγκροτήματος που πιάνει την πρώτη θέση. Πρωτοκυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ως single, τον Ιούνιο του 1965, και προστέθηκε στην αμερικανική έκδοση του δίσκου Out of Our Heads, ο οποίος κυκλοφόρησε τον Ιούλιο. Το κομμάτι αποδείχθηκε τεράστια εισπρακτική επιτυχία του συγκροτήματος και έφτασε No1 στα Charts του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ.