Θυμάμαι ακόμα εκείνη τη γλυκιά καλοκαιρινή απόδραση. Το μεγάλο βαπόρι, αφήνει πίσω του τα φουγάρα της ΔΕΗ και γλιστρά με κατεύθυνση το Αιγαίο. Ο ζωογόνος Ήλιος, ο Ποσειδώνας κι ο Αίολος με διεκδικούσαν. Ο Αίολος μου παίρνει από τα αυτιά τα μπιπ-μπιπ της πόλης, ο Ποσειδώνας με δροσίζει με την αλμύρα του κι ο Ήλιος με καίει, ενώ εγώ κολλημένη ακόμα στο κινητό, χαζεύω στα social. Όμως καθώς αρμενίζαμε και χαιρετούσαμε τη φαλακρή κώμη της Κέας, χάθηκε το σήμα και άξαφνα σήκωσα τα μάτια, σηκώθηκα, άγγιξα την κουπαστή και απόλαυσα το κόρτε τους.
Ο ενοχλητικός ήχος της βαλίτσας στο πεζοδρόμιο του λιμανιού, ταράσσει την γαλήνη της Ερμούπολης. Η αρχόντισσα με κατακτά. Οι δύο λόφοι δεσπόζουν. Το βάδισμα μου γίνεται μαλακό ενώ χαζεύω τα όμορφα αρχοντικά και η παιδικότητα μου ξυπνά, καθώς θέλω να τρέξω και να παίξω κρυφτό στα όμορφα σοκάκια της. Φτάνοντας στο ξενοδοχείο μου στην άκρη του κόλπου, νοιώθω ότι έκανα 2ώρο διαλογισμό. Στα αριστερά η ρεσεψιόν άδεια. Πριν προλάβω να χτυπήσω το κουδουνάκι ακούστηκε μια γλυκιά φωνή.
-Καλώς την ναι! Καλωσόρισες κόρη μου. Θα έρθουν τώρα οι εγγόνες μου να σε πάνε στο δωμάτιο σου. Από Αθήνα μας ήρθες;
Η φινέτσα της, βγαλμένη από ταινία. Με μια μαύρη ρόμπα κάλυπτε το μινιόν κορμάκι της, το ζαρωμένο δέρμα της μύριζε λεβάντα και τα κάτασπρα σαν χιόνι μαλλάκια της τα κρατούσε ένα φιλέ. Το χαμόγελο της ξεκινούσε από τα μάτια, συνέχιζε στα χείλι μα πήγαζε από την καρδιά.
-Έλα να ξαποστάσεις. Θα πάρεις ένα;
Στο μικρό της σαλονάκι, το τραπεζάκι κρατά περήφανο ένα παλιό κουτί σαν κοσμηματοθήκη, με φθαρμένη πια χρυσοτυπία. Ανοίγοντας το, φάνηκαν τα φρέσκα λουκουμάκια τριαντάφυλλο. Με μια γαλήνια ιεροτελεστία μου πρόσφερε δύο, σ’ ένα περίτεχνο πιατάκι. Τρώγοντας το πρώτο ταξίδεψα σε μια άλλη εποχή. Γεύτηκα την ιστορία του λουκουμιού που Χιώτες πρόσφυγες έφεραν το 1832 στο νησί (η Χίος έχει εκατοντάφυλλα τριαντάφυλλα, τα οποία, τα ζύμωναν με ζάχαρη). Η συνταγή απλή, ζάχαρη, νερό και άμυλο.
Όμως, τα μυστικά του συριανού λουκουμιού είναι το υφάλμυρο νερό που οι λουκουμοπιοί έπαιρναν από την πηγή του Αγίου Αθανασίου και ότι την όλη διαδικασία παραγωγή την έκαναν σε μπακιρένια καζάνια. Τότε έφευγαν τόνοι λουκουμιών από το νησί προς τα πέρατα του κόσμου. Λάτρης τους ήταν πολύ διάσημοι όπως ο Ναπολέων και ο Τσόρτσιλ και άπειροι άσημοι.
Κοιτώντας με τη σοφία των παλιών και το χαμόγελο στα χείλη μου λέει: «Κόρη μου, να ξέρεις ότι σαν φας λουκουμόσκονη μένεις στον τόπο μας και καλοπαντρεύεσαι». Επιστρέφοντας μετά από χρόνια, πήγα να την ξαναβρώ, όμως είχε «φύγει». Το σαλονάκι της ήταν εκεί. Όλα στη θέση τους. Οι εγγόνες της, με την ευχή της, συνεχίζουν την ιεροτελεστία.
Αφιερωμένο στις αδερφές Α. & Μ. Στεφάνου