Ο όρος «παιδική εργασία» αναφέρεται στην εκμετάλλευση των παιδιών μέσω οποιασδήποτε μορφής εργασίας που τους αφαιρεί το δικαίωμα από την εκπαίδευση και είναι ψυχικά, σωματικά, κοινωνικά ή ηθικά επιζήμια. Η εκμετάλλευση αυτή απαγορεύεται από τη νομοθεσία σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξαιρέσεις περιλαμβάνουν τα παιδιά καλλιτέχνες, τα οικογενειακά καθήκοντα και ορισμένες μορφές παιδικής εργασίας που ασκούνται από αυτόχθονες πληθυσμούς όπως οι Άμις.
Η παιδική εργασία υπήρξε αρχαίος θεσμός. Κατά τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, πολλά παιδιά ηλικίας 5-14 ετών από φτωχότερες οικογένειες δούλευαν στον δυτικό κόσμο και στις αποικίες του. Αυτά τα παιδιά εργάζονταν κυρίως στη γεωργία, στα εργοστάσια, στην εξόρυξη. Με την άνοδο του εισοδήματος των νοικοκυριών, τη διαθεσιμότητα σχολείων και τη θέσπιση νόμων για την παιδική εργασία, τα ποσοστά μειώθηκαν.
Στις φτωχότερες χώρες του κόσμου, περίπου το 1 στα 4 παιδιά ασκούν εργασία, ο μεγαλύτερος αριθμός των οποίων (29%) ζει στην υποσαχάρια Αφρική. Το 2017, τέσσερα αφρικανικά έθνη (Μάλι, Μπενίν, Τσαντ και Γουινέα Μπισσάου) πάνω από το 50% των παιδιών ηλικίας 5-14 ετών ασκήσαν κάποια μορφή εργασίας. Η συντριπτική πλειοψηφία της παιδικής εργασίας βρίσκεται στις αγροτικές περιοχές και στις υποανάπτυκτες χώρες. Η φτώχεια και η έλλειψη σχολείων θεωρούνται η κύρια αιτία της παιδικής εργασίας.
Κορωνοϊός vs παιδική εργασία
Σε παγκόσμιο επίπεδο, τα ποσοστά μειώθηκαν από 25% σε 10% μεταξύ 1960 και 2003, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα. Παρόλα αυτά, ο συνολικός αριθμός των παιδιών που εργάζονται παραμένει υψηλός, ενώ η UNICEF και η ΔΟΕ αναγνωρίζουν ότι περίπου 168 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 5-17 ετών παγκοσμίως ασκούσαν μία μορφή εργασίας το 2013.
Σημειώνεται πως πέρυσι, ο ΟΗΕ είχε προειδοποιήσει πως η πανδημία του κορωνοϊού ενδέχεται να προκαλέσει άνοδο της παιδικής εργασίας για πρώτη φορά εδώ και 20 χρόνια, με εκατομμύρια επιπλέον παιδιά να αναγκάζονται να εργαστούν. Σύμφωνα με την κοινή έρευνα της Unicef και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), ο αριθμός των παιδιών που εργάζονται σε όλο τον κόσμο έχει μειωθεί κατά 94 εκατομμύρια από το 2000.
Όμως «αυτό το κεκτημένο σήμερα κινδυνεύει» εξαιτίας της πανδημίας covid-19, προειδοποιούν οι υπηρεσίες αυτές του ΟΗΕ. Βάσει της έρευνας, που δημοσιεύτηκε πριν από ένα έτος και επικαλείται τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο αριθμός των ανθρώπων σε κατάσταση ακραίας φτώχειας αναμενόταν να αυξηθεί κατά 40 με 60 εκατομμύρια εξαιτίας της πανδημίας.
«Οι κυβερνήσεις πρέπει να νομοθετήσουν σχετικά»
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΔΟΕ για την περίοδο 2012-2016, 152 εκατομμύρια παιδιά σε όλο τον κόσμο ήταν αναγκασμένα να εργάζονται και σχεδόν τα μισά, 73 εκατομμύρια, σε επικίνδυνες δουλειές. Ο αριθμός των παιδιών που εργάζονταν το 2000 ήταν 246 εκατομμύρια.
Η κρίση που προκλήθηκε λόγω του κορωνοϊού φέρνει και αύξηση της παιδικής εργασίας καθώς οι οικογένειες αναγκάζονται να καταφύγουν σε κάθε μέσο για την επιβίωσή τους. «Καθώς η πανδημία προκαλεί χάος στα οικογενειακά εισοδήματα, χωρίς υποστήριξη πολλές (οικογένειες) ενδέχεται να καταφύγουν στην παιδική εργασία», είχε τονίσει ο Γκάι Ράιντερ γενικός διευθυντής της ΔΟΕ, προσθέτοντας ότι «η κοινωνική προστασία είναι κρίσιμη σε περιόδους κρίσης, καθώς προσφέρει βοήθεια στους πιο ευάλωτους».
«Όταν αυξάνει η φτώχεια, τα σχολεία κλείνουν, περιορίζεται η διαθεσιμότητα των κοινωνικών υπηρεσιών και ένας μεγαλύτερος αριθμός παιδιών ωθείται προς τον κόσμο της εργασίας», είχε προτάξει από την πλευρά της η Ενριέτα Φόρε γενική διευθύντρια της Unicef. Εξάλλου η πανδημία ενδέχεται να αναγκάσει εκατομμύρια παιδιά που ήδη εργάζονται να αυξήσουν τις ώρες εργασίας ή να δουν τις συνθήκες εργασίας τους να επιδεινώνονται περαιτέρω. Προκειμένου να αποφευχθεί η άνοδος της παιδικής εργασίας ο ΟΗΕ έχει ζητήσει από τις κυβερνήσεις να νομοθετήσουν σχετικά.