Θαυμάζει τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και τον Ιάννη Ξενάκη, «ταξιδεύει» με τους ήχους της ηπειρώτικης μουσικής και στο άκουσμα ενός χασάπικου, ζεϊμπέκικου ή καλαματιανού, η ψυχή είναι εκείνη που «οδηγεί» τα πόδια του στον χορό. Ο Πάμπλο Βουρλιώτης (Pablo Vourliotis) γεννήθηκε στο Ciudad del Este της Παραγουάης από πατέρα με ρίζες ελληνικές και Παραγουανή μητέρα και από τα έξι του χρόνια μυήθηκε στον θαυμαστό κόσμο της μουσικής, τον οποίο υπηρετεί πιστά, σήμερα, ως μαέστρος της Mburukuja Philharmonic Orchestra. Και όχι μόνο αυτόν αφού με την ιδιότητα του προέδρου της ελληνικής κοινότητας στη μακρινή αυτή χώρα της Λατινικής Αμερικής κάνει ό,τι είναι δυνατόν για να κρατήσει ζωντανή τη «φλόγα» του Ελληνισμού.
«Γεννήθηκα στο Ciudad del Este, πρωτεύουσα της επαρχίας Alto Paraná, την 1η Σεπτεμβρίου 1989. Οι παππούδες μου ήρθαν στην Παραγουάη τη δεκαετία του 1950. Είχαν καταγωγή από τη Μανσούρα (Al Mansurah), στην Αίγυπτο, αλλά έφτασαν εδώ από τη Σμύρνη και την Κύπρο. Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1958, στην Παραγουάη», λέει στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο κ. Βουρλιώτης, εξιστορώντας πώς η οικογένειά του έριξε «άγκυρα» σ’ αυτόν τον μακρινό τόπο.
Πρώτος σταθμός του παππού του, ο οποίος πολέμησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν η Ουρουγουάη, όμως επέλεξε τελικά την Παραγουάη καθώς εκεί βρήκε καλύτερες εργασιακές ευκαιρίες.
Μεγαλώνοντας, ο Πάμπλο Βουρλιώτης έμαθε ν’ αγαπά την Ελλάδα, τη γλώσσα και τον πολιτισμό της, αλλά και τη μοναδική, όπως λέει, κουζίνα της, ενώ όταν κάθισε για πρώτη φορά σε πιάνο ήταν βέβαιο πως το «ταξίδι» του στη μουσική θα είχε αναφορές και στις ελληνικές του ρίζες.
«Στο σπίτι μάθαμε κάποιες βασικές ελληνικές εκφράσεις καθώς η μητέρα μου είναι Παραγουανή και δεν ήξερε τη γλώσσα. Αλλά μεγαλώσαμε ακούγοντας τον πατέρα μου και τους θείους μου να μιλάνε μεταξύ τους ελληνικά κι έτσι μάθαμε κι εμείς τη γλώσσα», τονίζει κι εξηγεί πως μέχρι σήμερα η οικογένειά του τηρεί έθιμα και παραδόσεις, ενώ η ελληνική κουζίνα παραμένει η αγαπημένη του.
«Η ελληνική μουσική είναι μια ανεξάντλητη πηγή ιστορικού και πολιτιστικού πλούτου»
Η πρώτη επαφή με τη μουσική ήταν με το πιάνο, γρήγορα όμως κατάλαβε ότι το κλαρινέτο ήταν το αγαπημένο του όργανο- και όχι τυχαία… «Άρχισα να μαθαίνω πιάνο όταν ήμουν 6 ετών, τότε γνώρισα και το κλαρινέτο και κατάλαβα ότι ήταν το αγαπημένο μου όργανο καθώς ήξερα ότι είναι ένα πολύ σημαντικό όργανο και για την ελληνική μουσική», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Στη συνέχεια εμβάθυνε στις μουσικές σπουδές, με σημαντικότερη περίοδο εκείνη των μαθημάτων στη Σύγχρονη Μουσική Διεύθυνση, στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Χιλής, υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Zsolt Nagy, διευθυντή του Ωδείου του Παρισιού.
Η ελληνική μουσική ήταν πάντα παρούσα στην ζωή του, αφού ήταν αναπόσπαστο στοιχείο των οικογενειακών συγκεντρώσεων. Εκεί μυήθηκε στα ηπειρώτικα ακούσματα, στον χασάπικο, τον καλαματιανό και τον ζεϊμπέκικο χορό, ενώ αργότερα ανακάλυψε τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, αλλά και τη σύγχρονη ελληνική μουσική, από την οποία ξεχωρίζει τον Αντώνη Ρέμο, την Άννα Βίσση και την Έλενα Παπαρίζου.
Αυτό που πάντα τον εντυπωσιάζει, όπως λέει, είναι η μεγάλη αγάπη των μουσικών της Παραγουάης για την Ελλάδα και το αντίστροφο. «Μεγάλοι μουσικοί της Παραγουάης, όπως οι Luis Alberto del Paraná και Alberto de Luque έχουν ταξιδέψει πολλές φορές στην Ελλάδα, ενώ και ο Γιώργος Νταλάρας έχει ηχογραφήσει παραγουανική μουσική».
«Για μένα η Ελλάδα σημαίνει ζωή κι ελπίδα»
Την Ελλάδα την «κουβαλάει» μέσα στην καρδιά του αλλά δεν έχει μπορέσει να κάνει ακόμη το μεγάλο ταξίδι, αφού τα σχέδιά του για το 2020 ανέκοψε η βίαιη εμφάνιση του κορονοϊού, που ανέτρεψε τη ζωή σε όλο τον πλανήτη. «Το όνειρό μου είναι να είμαι σε θέση να διευθύνω μια ορχήστρα ή/ και ένα συγκρότημα στην Ελλάδα. Η Ελλάδα σημαίνει ζωή και ελπίδα για μένα», λέει χαρακτηριστικά.
«Με γεμίζει υπερηφάνεια το γεγονός ότι προέρχομαι από ένα έθνος γεμάτο δύναμη, ευφυΐα και ομορφιά από κάθε άποψη», υπογραμμίζει και με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση σημειώνει πως η φράση «Ελευθερία ή Θάνατος» απηχεί και το αίσθημα των Ελλήνων και των απογόνων τους στην Παραγουάη, παρά το γεγονός ότι βρίσκονται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα.
Δηλώνει υπερήφανος που τόσο ο ίδιος όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες της χώρας γιορτάζουν αυτή την πολύ σημαντική επέτειο και μάλιστα, όπως αναφέρει, οργανώνει με την ορχήστρα του ένα gala concert για να το παρακολουθήσουν διά ζώσης όσοι ενδιαφέρονται, ενώ σχεδιάζεται και η online μετάδοση του προκειμένου να είναι προσβάσιμο και για τους Έλληνες στην Ελλάδα και όπου γης. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτό συνεργάζεται στενά με τη δραστήρια πρόεδρο του πολιτιστικού συλλόγου «Νόστος» από το Μπουένος Άιρες της Αργεντινής, Χριστίνα Τσαρδίκου, για το έργο της οποίας σε ό,τι αφορά τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού εκφράζεται με πολύ θερμά λόγια.
Μια νέα κοινότητα με λίγα μέλη αλλά πολύ πάθος
Ήταν μόλις το 2015 όταν ιδρύθηκε η Ελληνική Κοινότητα Παραγουάης, μια ένωση Ελλήνων και απογόνων τους στη χώρα αυτή της Λατινικής Αμερικής, της οποίας πρόεδρος είναι ο κ. Βουρλιώτης. «Από εκείνο το έτος αναπτύσσουμε διάφορες δραστηριότητες, όπως μαθήματα γλωσσών και χορού και κυρίως συναντήσεις, προκειμένου να βρισκόμαστε όσοι είμαστε ήδη σ’ επαφή ή να ξανανταμώσουν κάποια από τα μέλη της, όπως στην περίπτωση της γενιάς του πατέρα μου», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Οι καταγεγραμμένοι Έλληνες είναι μόλις 30, όπως λέει, αλλά υπάρχουν περίπου 500 απόγονοι γι’ αυτό και στόχος του ως πρόεδρος της Κοινότητας είναι, όπως τονίζει, «να μπορούν όλοι αυτοί να γίνουν κοινωνοί του ελληνικού πολιτιστικού πλούτου και να μπορέσουν τα παιδιά μας να μάθουν την ελληνική γλώσσα από μικρή ηλικία».
Κλείνοντας, τον ρωτάμε αν βρίσκει κοινά χαρακτηριστικά μεταξύ Ελλήνων και Παραγουανών και η απάντηση είναι αφοπλιστική: «Αν είχα να επιλέξω θα έλεγα πως είναι η αλληλεγγύη και η ευτυχία των ανθρώπων (ακόμη και εν μέσω της αντιξοότητας»…