Την παρούσα περίοδο, το Πολεμικό Ναυτικό (ΠΝ) βρίσκεται ενώπιον μίας από τις σημαντικότερες αποφάσεις στην ένδοξη και μακρόχρονη διαδρομή του. Έχοντας να διαχειριστεί το μεγαλύτερο οικονομικά εξοπλιστικό πρόγραμμα στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, μίας Ελλάδας όμως καθημαγμένης οικονομικά, καλείται να πάρει μία απόφαση κρίσιμη για την διατήρηση του αξιόμαχου και κατ’ επέκταση την προώθηση των ελληνικών συμφερόντων στις παρακείμενες θάλασσες για τις επόμενες δεκαετίες.
Το Πολεμικό Ναυτικό σε μία νέα εποχή
Αυτό που εν πολλοίς αρκετοί αναγνώστες δεν έχουν αντιληφθεί είναι το γεγονός πως το ΠΝ δεν προτίθεται να επιλέξει μονάχα τέσσερις φρεγάτες και τέλος. Η ηγεσία του στόλου στην ουσία στοχεύει στην βέλτιστη αξιοποίηση των παρεχόμενων από την πολιτεία πόρων με σκοπό την αναγέννησή του, την σύσταση ενός νέου ουσιαστικά στόλου μειζόνων μονάδων επιφανείας. Παράλληλα, επιθυμεί να οραματιστεί το πως θα μοιάζει ο στόλος των επόμενων δεκαετιών, επιχειρώντας να δώσει και μία υπερπολύτιμη πνοή ζωής στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία.
Πρόκειται για μία απόφαση, δύσκολη. Τυχόν λανθασμένες εκτιμήσεις των αρμόδιων επιτελών του ΓΕΝ και ευρύτερα, θα καταδίκαζαν το ΠΝ να επιχειρεί με πλοία που δεν θα ταίριαζαν στις επιχειρησιακές ανάγκες του, καθώς και τις ιδιαίτερες επιχειρησιακές συνθήκες του Αιγαίου.
Όπως εύλογα θα πίστευε ένας απλός παρατηρητής των εξελίξεων στον χώρο της εθνικής άμυνας, μία απλή σύγκριση των τεχνικών χαρακτηριστικών (οπλικά συστήματα, βεληνεκή, αυτονομία του ίδιου του πλοίου κλπ.) των επί μέρους σκαφών που προσφέρονται από τα διάφορα κράτη στην διεθνή αγορά θα ήταν αρκετή για να λύσει το παζλ της επιλογής για τη νέα κλάση φρεγατών.
Αξίζει να υπενθυμίσουμε πως πλήθος παραγόντων επηρεάζουν τέτοιου είδους αποφάσεις, όπως: η εθνική στρατηγική της χώρας – οι διεθνείς συμμαχίες και η ισορροπία ισχύος στην περιοχή, το κόστος αγοράς ανά μονάδα, το κόστος διατήρησης της κάθε μονάδας σε υπηρεσία, το κόστος αγοράς των όπλων τους, η δυνατότητα χρηματοδότησης του προγράμματος, η δυνατότητα εγχώριας ναυπήγησης, η πιθανότητα ομοιοτυπίας με τις αναβαθμισμένες ΜΕΚΟ200ΗΝ, κλπ.
Γιατί δεν αρκούν οι τεχνικοί παράγοντες
Συνεχίζοντας, ωστόσο, οι τεχνικοί παράγοντες δεν αρκούν από μόνοι τους για να απαντήσουν στην ερώτηση «ποιό σκάφος πρέπει να αποκτηθεί;». Προκειμένου να δοθεί απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα, κάθε σοβαρή πολιτική ηγεσία οφείλει να εξετάσει και άλλους παράγοντες που υπεισέρχονται στην καταφανώς πολυπαραγοντική αυτή εξίσωση, όπως τους οικονομικούς και φυσικά τους πολιτικούς. Στο παρόν άρθρο θα μας απασχολήσουν οι τελευταίοι. Τα κριτήρια επιλογής των φρεγατών που θα αποτελέσουν τη αιχμή του δόρατος στην θάλασσα θα είναι – και – σε μεγάλο βαθμό πολιτικά – όσο κι αν δεν αρέσει πιθανώς σε πολλούς – πέραν των στρατιωτικών/τεχνικών και των οικονομικών.
Πολιτικά κριτήρια
Ερχόμενοι τώρα στα πολιτικά κριτήρια, αναμφισβήτητα, σε μεγάλο βαθμό η ανανέωση του στόλου δεν θα μπορούσε να μην εξαρτηθεί από την εξωτερική πολιτική, τις στρατηγικές επιλογές και την αντίληψη της Ελλάδας για την θέση της στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου. Πιο συγκεκριμένα, η Αθήνα πρέπει να επιλέξει αν θα περιορίσει την δράση του στόλου της στο Αιγαίο, αποκτώντας έτσι πλοία κατάλληλα για επιχειρήσεις σε περιορισμένες θαλάσσιες εκτάσεις ή αν θα αποφασίσει να διεκδικήσει με την δέουσα συνέπεια έναν ενεργότερο ρόλο στην νοτιοανατολική Μεσόγειο, αποκτώντας μεγάλου εκτοπίσματος σκάφη.
Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να εξετάσει ενδελεχώς την διαμορφούμενη κατάσταση στην περιοχή ενδιαφέροντος, καθώς και τις διαμορφούμενες ισορροπίες ισχύος, ούτως ώστε να επιλέξει με προσοχή τον κατασκευαστή των νέων σκαφών της και άρα τον εν δυνάμει στρατηγικό εταίρο της για τα επόμενα έτη. Αναλυτικότερα, η Ελλάδα μέσω του ΠΝ και του εν λόγω προγράμματος δεν επιλέγει μονάχα έναν τύπο πλοίου, αλλά επενδύει και στην σύσφιξη των σχέσεων με το κράτος – πωλητή, καθώς και στην οικοδόμηση μίας ευρύτερης συνεργασίας που θα προκύψει από την συνομολόγησή μίας τέτοιας αναντίρρητα συμφωνίας κεφαλαιώδους σημασίας.
Όπως καθίσταται λοιπόν σαφές, το όλο εγχείρημα αφορά σε διαδικασίες που απαιτούν μία πολυσύνθετη γεωστρατηγική ανάλυση από πλευράς αρμοδίων οργάνων των ΕΔ, της πολιτικής ηγεσίας και συνεπώς αρκετό χρόνο. Η ναυτική στρατηγική και ισχυρή θαλάσσια παρουσία ενός έθνους ποτέ δεν οικοδομήθηκε εν μία νυκτί. Το αντίθετο, μία ναυτική παρουσία υλοποιείται θα μπορούσαμε ίσως να ισχυριστούμε όπως το παλαιωμένο ουίσκι – απαιτεί χρόνο.
Καταλήγοντας, αυτό που πρωτίστως χρειάζεται από εδώ και πέρα και για όσο διαρκέσει η διαδικασία επιλογής, είναι υπομονή και εμπιστοσύνη στην ηγεσία και τους ανθρώπους του ΠΝ οι οποίοι αναμφισβήτητα γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα μας ποια από τις διαθέσιμες επιλογές είναι η ορθότερη για το μέλλον του στόλου.